του Αντώνη Κάλφα
Οι πόλεις είναι δημιουργήματα της μεσαιωνικής ιστορίας και συνδέονται άρρηκτα με τον ανερχόμενοι αστικό πολιτισμό και την οικονομική άνθηση των νεότερων κοινωνιών. Στις πόλεις και με άξονα τις πλατείες αρχίζουν να συγκεντρώνονται σταδιακά όχι μόνο οι νέες κοινωνικές ομάδες (αστοί, τραπεζίτες, έμποροι, μεταπράτες κάθε λογής) αλλά και τα σύμβολα των εξουσιών που τις απαθανατίζουν: δημόσια μέγαρα, αστικές κατοικίες και επιβλητικές εκκλησίες.
«Η κώμη Αικατερίνη [Κατερίνη]», γράφει ο ιστορικός του ΑΠΘ Αλέξανδρος Δάγκας, «έφθασε από 6.540 κατοίκους το 1920 στους 29.166 το 1951, για να καταλήξει, το 1961, στο τέταρτο αστικό κέντρο της Μακεδονίας (μετά τη Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Σέρρες) και δωδέκατο της Ελλάδας».
Η πλατεία Ελευθερίας απεικονίζεται με ακρίβεια και ευαισθησία από το έμπειρο μάτι του φωτογράφου Σάββα Τσιλιγγιρίδη. Η εξαίρετη λήψη της κεντρικής πλατείας είναι μοναδική και για τον πλούτο των ερμηνευτικών πληροφοριών που εμπεριέχει. Τραβήχτηκε τον Μάρτιο του 1962 (3.3.1962), σε μια στιγμή που το φέγγος της μέρας, κοφτερό και κρύο, ενώνεται με τον απαλό οίστρο των σύννεφων. Ο φωτογράφος αποτύπωσε τον υγρό εναγκαλισμό των υπεριπτάμενων ώριμων όγκων με τη μητέρα γη, τα μυθώδη και χιονοσκεπή Πιέρια φαίνεται να συνομιλούν με τα βλέμματα των κατοίκων (κι ας μη διακρίνονται στη φωτογραφία).
Οι υπώρειες της οροσειράς δέχονται το ευγενικό σκίρτημα του αέρα, η ατμόσφαιρα ηπιούται από τη γειτνίαση με τον Θερμαϊκό, η πόλη ριγώνεται από την αρμονική συνύπαρξη κτισμένου και άκτιστου χώρου. Ο δαιμόνιος φωτογράφος αποτύπωση ακόμη και τα πιο ελάχιστα, εκείνα δηλαδή που συγκροτούν τον άξονα της εποχής: την κίνηση (των ανθρώπων) αλλά και την ακινησία (ένα γυμνό δέντρο κοντά στο ξενοδοχείο), δίνοντάς μας έτσι το πορτρέτο μιας ζωντανής, γαλήνιας, επαρχιακής, συντηρητικής πόλης.
Στη λιτή πλατεία κυριαρχούν τα χρειώδη: λίγα αυτοκίνητα, ο διασκελισμός των ανθρώπων που δεν βιάζονται, κάποια μαγαζιά, άνθρωποι με ζεστά ρούχα που πηγαίνουν στις δουλειές τους, που διαβάζουν εφημερίδες ή γελούν, που ετοιμάζονται για κάποιο ταξίδι (κοντινό ή μακρινό, δεν το γνωρίζουμε). Την πλατεία διασχίζουν μητέρες ή θείες με μικρά παιδιά, κουλουροπώλες, άντρες που ρεμβάζουν ή σπεύδουν για τον ημερήσιο εργατικό βίο, άνθρωποι που βολτάρουν άσκοπα—ενδεχομένως πελάτες του γνωστού κάποτε ξενοδοχείου «Πανελλήνιον»—και ετοιμάζονται ίσως για ένα τηλεφώνημα στις νεότευκτες τεχνολογικές υποδομές του ΟΤΕ («Εδώ τηλεφωνείτε»).
Η απόσταση των 55 χρόνων που μας χωρίζει από την φωτογραφία επιτρέπει και άλλες μετρήσεις: η Θεσσαλονίκη απείχε οδικώς 99 χιλιόμετρα, το πρακτορείο Κατρανιά ήταν το τυχερό της εποχής, η σιδερένια εξέδρα επέτρεπε την έπαρση της σημαίας από τους φαντάρους για την ενίσχυση του εθνικού φρονήματος των κατοίκων της πόλης.
Όπως και να το δει κανείς όμως, η κεντρική πλατεία μαζί με την πολύβουη οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου υπήρξε για τους Κατερινιώτες ο μητρικός χώρος, η λωρίδα εκείνη ζωής που συνέχει τους ανθρώπους και τις δραστηριότητές τους: εμπορικά μαγαζιά, ξενοδοχεία, τράπεζες και καφενεία οδηγούσαν σε συναντήσεις μικρών και μεγάλων στα ζαχαροπλαστεία, σε ανταλλαγές βλεμμάτων και χαιρετισμών. Η πλατεία Ελευθερίας, χώρος συνάθροισης και συνομιλιών, υπήρξε αυτό το γοητευτικό πανηγύρι της ανθρώπινης επαφής, το καθημερινό θέλγητρο των κουρασμένων από τον στενάχωρο ιδιωτικό βίο θνητών.