Μικρή φόρμα με μεγάλες συνέπειες

Τασούλα Τσιλιμένη, Το κουμπί και άλλες ιστορίες, Διηγήματα, Καστανιώτης 2017.

του Αντώνη Κάλφα

Στο συμπαθητικό αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» (τ. 1874, Σεπτέμβριος 2017) αφιερώνονται 60 περίπου σελίδες για τη «μικρή και μεγάλη φόρμα στη λογοτεχνία». Εκεί, ο Ηλίας Μαγκλίνης (ξανα)φέρνει στη συζήτηση την παλιά μεταφορά (ερημοκλήσι ή καθεδρικός), όπου ταπεινή εκκλησία είναι το διήγημα και καθεδρικός το σύγχρονο, πολυφωνικό μυθιστόρημα. Ακολούθως επιχειρεί να τονίσει το μεγαλείο της μικρής φόρμας, αναδεικνύοντας το πιο γνωστό, σύντομο διήγημα που γράφτηκε ποτέ (αποδίδεται στον Χέμινγουέι) και το οποίο απαρτίζεται από έξι μόνο λέξεις: «Προς πώληση: μωρουδιακά παπούτσια, αφόρετα» (For sale: baby shoes, never worn). «Πράγματι, η δύναμη του υπαινιγμού είναι σχεδόν σοκαριστική: παπουτσάκια μωρού που πωλούνται αφόρετα—και ως εικόνα και μόνον είναι έμπλεη απουσίας, ή –ακόμα χειρότερα—απώλειας. Τα παπουτσάκια προορίζονταν για ένα βρέφος που δεν ήρθε ποτέ τελικώς (απουσία) ή ανήκαν σε ένα βρέφος που δεν πρόφτασε καν να τα φορέσει (απώλεια;) Η αγγελία που αποδίδεται στον Χέμινγουέι είναι μια ημιτελής ιστορία που όμως στοιχειώνει τον αναγνώστη με την αφηγηματική της πληρότητα» (σ. 510).

Πέρα από τους μείζονες (Παπαδιαμάντη, Ροίδη, Βιζυηνό, Μητσάκη) η μικρή φόρμα, ήδη από τη δεκαετία του 1960 έχει δώσει σπουδαίους συγγραφείς: Ιωάννου, Βαλτινός, Μηλιώνης, Νόλλας. Αλλά και οι διηγηματογράφοι του 21ου αιώνα διακρίνονται για την αγάπη τους στην παράδοση αυτή: Σκαμπαρδώνης, Νικολαϊδου, Γουδέλης, Μαυρουδής, Τσιαμπούσης μέχρι τους πολύ σύγχρονούς μας Παπαμόσχο, Παπαμάρκου, Παλαβό, Κοψαχείλη. Παρόλα αυτά, θα συμφωνήσω με τον Κώστα Κατσουλάρη ο οποίος στο προαναφερθέν αφιέρωμα επισημαίνει πως «οι σημερινοί, ένθερμοι θιασώτες του «μικρού», του «ταπεινού», συνήθως επιδίδονται σε ναρικισσευόμενα κείμενα-χειρονομίες, από τα οποία μένει κυρίως μια αίσθηση, μια εντύπωση, και σπανίως—σπανιότατα—ένας τρισδιάστατος χαρακτήρας. Η πεζογραφία αυτή δεν είναι μικρή στο «σχήμα», είναι μικρή στη στόχευσή της, στη φιλοδοξία της, στην αντίληψή της για τον κόσμο» (Κ. Β. Κατσουλάρης, Η μικρή πλην τιμία χώρα του διηγήματος, σ. 530).

Δεν έχω διαβάσει και δεν γνωρίζω τις συγγραφικές επιδόσεις της Τασούλας Τσιλιμένη στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία—πεδίο στο οποίο είναι και εξ επαγγέλματος περισσότερο γνωστή. Η συλλογή ωστόσο των διηγημάτων με τον αφοπλιστικά απλό τίτλο «Το κουμπί», ένα έναρθρο ουσιαστικό καρφωμένο στο εξώφυλλο, ενός καθημερινού και σχεδόν αόρατου αντικειμένου (συνήθως προσέχουμε το ένδυμα ως σύνολο και όχι τα κουμπιά του) κινεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον, μοιράζεται μαζί μας εμπειρίες, ειδήσεις, μνήμες και συμβάντα και καταλήγει να μας αφυπνίζει, κάνοντας μας καλύτερους και κυρίως προσεκτικότερους, πιο προικισμένους αναγνώστες.

Δεκατρία διηγήματα αποτελούν το σώμα του λεπτού τόμου: η έκτασή τους είναι από τέσσερις μέχρι  δεκατρείς σελίδες (το εκτενέστερο που τιτλοφορείται «Ο Νταμίλης»). Η θεματολογία τους απλή: μνήμες παλαιές και αγαπημένες από τον βίο των γυναικών κυρίως ηρωίδων, δύσκολα παιδικά χρόνια, φτώχεια, ανέχεια, κάλαντα, επεισόδια καθημερινής ζωής της κατοχικής περιόδου καθώς και της επίσης καχεκτικής δημοκρατίας μας εκεί, στη δεκαετία του 1960, συλλογικές εμπειρίες από την αενάως ζείδωρη παιδική ηλικία: η Τασούλα Τσιλιμένη μοιάζει εδώ να αυτοβιογραφείται καταθέτοντας στο δικό της, ιδιωτικό καταφύγιο των λέξεων, λιτές και σπαρακτικές επισημάνσεις που αφορούν την απώλεια, όταν κάποιος ας πούμε επισκέπτεται μετά από χρόνια το πατρικό του. Αλλά και βεβαίως γράφοντας προσέτι για την απώλεια, τον θάνατο, για τραυματικές μνήμες, πάλι της παιδικής/σχολικής ηλικίας, ικανές να περιγράψουν περίτεχνα και τη σκοτεινή πλευρά αυτής της ηλικίας (τη βία, τον καταναγκασμό, την σεξουαλική κακοποίηση).

Ο τόπος δράσης όλων σχεδόν των διηγημάτων είναι ο γενέθλιος χώρος (καθοριστικά γόνιμος όπως αποδεικνύεται) και η πέριξ αυτού θετταλομακεδονική παγκαρπία: Καλλιπεύκη, Γόννοι, Μακρυχώρι, Συκούριο, Ευαγγελισμός, χωριά του Ολύμπου, Λιτόχωρο, Αγιά, Λάρισα, Λίμνη Πλαστήρα.

Στο πρώτο διήγημα της συλλογής, «Το κουμπί», ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (η κόρη) παρατηρεί τη μητέρα της και το ωραίο ταγιέρ της που είχε ράψει πριν από σαράντα χρόνια. Καθώς την βλέπει γερασμένη πια, με οστέινα χέρια,  μαθαίνουμε κάτι από την ιστορία του αγαπημένου ταγιέρ της μητέρας, σπουδαίου αποκτήματος τότε, και πώς, κάποτε σε ένα πανηγύρι η μάνα έπεσε, χτύπησε, μάτωσε: «Με κόπο έκρυψε ένα δάκρυ όταν είδε την ορφανή κουμπότρυπα στο σακάκι. Δίπλα της ένα σκισματάκι λεπτό σαν ρωγμή παρθενικού υμένα». Ωραιότερη και ευστοχότερη παρομοίωση για να αποδώσει τη ματαίωση, τη λύπη της μάνας είχα καιρό να διαβάσω. Και γι’  αυτό χρειάστηκαν μόνο τρεις λέξεις (θα πρέπει να διδάσκεται σε σεμινάρια έμφυλου λόγου).

Στο  διήγημα «Το ποτάμι» συναντάμε παιδικά παιχνίδια και επεισόδια από τη ζωή των μικρών του χωριού γύρω από το απαγορευμένο από τους μεγάλους ποτάμι, πηγή ωστόσο διασκέδασης και εμπειριών για τους μικρούς. Στην άδολη, ξέφρενη χαρά των παιδιών αντιπαρατίθεται ο θάνατος αφού καθώς παίζουν στο νερό διακρίνουν κάτι μαύρο που είχε σκαλώσει στα νερά. Επιστρέφοντας στο σπίτι μαθαίνει η ηρωίδα από τη μάνα της: «Να μην πας, παιδάκι μου, στο ποτάμι! Ακούς! Την κυρα-Λένη την έβγαλαν πνιγμένη σήμερα».

Η Τσιλιμένη στο «Κουμπί» επιλέγει να μας πει τις ιστορίες της σε γλώσσα δραστική και κινηματογραφική, γι΄ αυτό και χρησιμοποιεί μικροπερίοδο λόγο, ρυθμικό, παίζοντας ταυτόχρονα έξυπνα και με τον λαϊκό, δημώδη κόσμο των ηρώων της όπως η πληθώρα των ιδιωματικών λέξεων φανερώνει (κάτσαρο, η Γκρίζαινα, η Παρασκευώ, γαριασμένη, ντάμι) ή με τον παροιμιακό εκφραστικό πλούτο των σχημάτων της τοπικής παράδοσης («μια ξερνούσε, μια τσιρλίζονταν»).

«Το σπίτι» είναι ένα τετρασέλιδο κείμενο που θεματοποιεί την αγάπη για το σπίτι, το πατρικό σπίτι, εκείνο που είναι συνδεδεμένο με τις μνήμες των ανθρώπων που το κατοίκησαν, με τις ιστορίες του. Έτσι λοιπόν η ηρωίδα όταν μετά από πολύ καιρό επισκέπτεται το σπίτι της και αφού το περιποιηθεί, χαμογελάει: «Το ήξερε, έτσι έκανε πάντα το σπίτι. Στην αρχή, της έκανε μούτρα, ψυχρό και δύστροπο που το είχε εγκαταλείψει τόσο καιρό, χωρίς μια κουβέντα, χωρίς μυρωδιές και λάτρα. Τώρα, ανασαίνει ευχαριστημένο και καθαρό. Σαν μπανιαρισμένο μωρό. Ανασαίνουν τα σπίτια; Ανασαίνουν λέει!» (σ. 28). Η ίδια θεματική, με εντονότερο όμως εδώ το ιστορικό στοιχείο, είναι και το ωραίο διήγημα «Η αποκαθήλωση»: λίγες ώρες πριν συναντηθεί η ηρωίδα με την αδελφή της για να τακτοποιήσουν τα του σπιτιού που πρόκειται να ενοικιαστεί, κάθεται και παρατηρεί τις φωτογραφίες που κρέμονται στον τοίχο: η γιαγιά της, ο πατέρας της μάνας της, ο Νάσος που βρέθηκε πάνω από το Λιτόχωρο νεκρός; «Σκοτωμένος στα τριάντα εννιά του. Σφαγμένος για την ακρίβεια. Από τους δεξιούς. Όχι ότι ήταν αντάρτης, απλώς έπαιρνε το μέρος του δίκαιου, όπως έλεγε η γιαγιά».

Στη λαϊκή παράδοση η οποία συνδέεται με τις παραλογές, τον θάνατο και τα παραφυσικά φαινόμενα εντάσσονται, με ξεχωριστά χαρακτηριστικά το καθένα, δύο από τα ωραιότερα διηγήματα της συλλογής («Η αντάρα», «Το κερί»).

Στην «Αντάρα» ο αγροφύλακας, αυθεντικός αφηγητής, Π.Δ.Κ, ξαναθυμάται μια παλιά ιστορία του χωριού. Η Νάσαινα με τη νύφη της Χριστοφίλη επιχειρούν, Νοέμβρη μήνα να πάνε στο χωριό, τέσσερις ώρες δρόμο, κρατώντας στην αγκαλιά τους το αβάφτιστο ακόμα μωρό της Χριστοφίλης. Καθώς συναντάνε αντάρες κάθονται μια στιγμή να ξεκουραστούν, αλλάζουν χέρια για να κρατήσουν το μωρό, αλλά από κάποιο λάθος φτάνοντας στον προορισμό τους το παιδί δεν το κρατάει καμιά. Η ιστορία γεμάτη παγανιστικές δοξασίες, νεράιδες και ξωτικά, διαλόγους στο τοπικό ιδίωμα, παραδοσιακά μοτίβα και την έντονη παρουσία της φύσης με τις φοβερές τροπές της, σαγηνεύει τον αναγνώστη, ιδίως με την προτελευταία πρόταση ενός εκ των θαμώνων για τον αφηγητή αγροφύλακα: «Πονεμένος άνθρωπος. Εφτά παιδιά τον πήρε το χτικιό! Εφτά!» Θυμίζω εδώ και τη συχνή παρουσία των αγροφυλάκων στο έργο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, συγγραφέα στον οποίο αφιερώνεται το ωραίο διήγημα της συλλογής (Ο λύκος), όπως στο εξαιρετικό «Μόσμπεργκ των έξι». Ενώ αξίζει να γίνει εδώ μνεία της πρώτης αξιανάγνωστης συλλογής «Οι Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη (Θεσσαλού και αυτού) ο οποίος επιχειρεί στις Παγανιστικές δοξασίες ένα τολμηρό παιχνίδι συνδυάζοντας υλικό της λαογραφικής παράδοσης με τη λογοτεχνία τρόμου. Με μια ιδιάζουσα εφευρετικότητα στη γλώσσα και τις εικόνες κατασκευάζει ένα σώμα επινοημένων παραδόσεων που μοιάζουν αυθεντικές αλλά είναι μπολιασμένες με ένα απόλυτα σύγχρονο αίσθημα.

Τέλος, στα δύο κομψότατα, συμπαγή και εκλεκτά διηγήματα/αφηγήσεις «Ο λύκος», «Το δαχτυλίδι») μιλούν, άλλοτε εξόχως υπαινικτικά άλλοτε πιο ρητά για τα προβλήματα της σχολικής ζωής. Στο «Λύκο» και στο διήγημα «Το δαχτυλίδι», κυριαρχούν τα ζητήματα σεξουαλικής κακοποίησης της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στον σχολικό χώρο, εξαιρετικά υφασμένα και με μια υποδόρια αίσθηση θρίλερ, φόβου και απώλειας. «Ο λύκος» περιγράφει τους κόπους ενός ζευγαριού στο χωριό οι οποίοι συντηρούν ένα καφενείο. Ο φιλόστοργος πατέρας τραγουδάει συχνά στη μικρή Φανούλα το γνωστό «Πάει ο λαγός να πιεί νερό» και το μωρό κάθε φορά ξεκαρδίζεται στα γέλια. Όταν υιοθετούν την πρόταση ενός φίλου τους να φέρουν ένα σχήμα για το πανηγύρι του χωριού (με οργανοπαίχτες, ντιζέζ κλπ) το εγχείρημα πάει ανέλπιστα καλά. Το βράδυ αποφασίζουν να φιλοξενήσουν το σχήμα στο σπίτι τους. Ένας εκ του συγκροτήματος, ο Μιχάλης (γύρω στα πενήντα, με μαλλιά πιασμένα κοτσίδα, δαχτυλίδι με κόκκινη πέτρα) παίζει με τη μικρή, τα δάχτυλά του ανεβαίνουν προς το λαιμουδάκι της. Καθώς, αργότερα, για λίγη ώρα, αφήνουν τη μικρή Φανούλα να κοιμηθεί λίγο παραπάνω, η μικρή, ξυπνώντας, επαναλαμβάνει το τραγούδι του μπαμπά της όταν ξαφνικά ακούει δίπλα της μια φωνή: «Πάει ο λαγός να πιεί νερό… Στον τοίχο δυο ζώα παλεύουν. Το ένα μικρό, το άλλο είναι μεγάλο. Το ένα έχει μικρά αυτιά. Το άλλο έχει μεγάλα αυτιά. Στο φως του ήλιου, που τρύπωσε από τις γρίλιες, ένα κόκκινο σκουλαρίκι λαμπύρισε στο αυτί του μεγάλου λαγού. …Πάει ο λαγός να πιει νερό… ‘Όχι! Όχι!’ φωνάζει η Φανούλα στο λύκο που ξάπλωσε στο κρεβάτι της».

Τέλος, στο διήγημα «Το δαχτυλίδι», τόπος είναι πάλι τα χωριά του κάμπου. Οι μικρές φίλες παίζουν το γνωστό παιχνίδι «Πού ’ν ’το, πού ’ν ’το το δαχτυλίδι;/ Όποιος το ’χει, να σηκωθεί…». Όλα βαίνουν καλώς όταν μια μέρα η συμμαθήτρια της ηρωίδας, της Καιτούλας,  η Λεονώρα, έφερε ένα πραγματικό δαχτυλίδι. Εγωίστρια, απαιτεί να είναι πάντοτε αυτή η μάνα, προκειμένου να παίξουν το παιχνίδι με το δαχτυλίδι. Στην παράκληση προς τη μητέρα της να έχει κι αυτή ένα τέτοιο δαχτυλίδι συναντά την άρνηση με αποτέλεσμα να κλάψει και να μη συμμετέχει στο παιχνίδι με τα άλλα κορίτσια. Ο κύριος Ηρακλής, πατέρας μιας συμμαθήτριας και γείτονας, προθυμοποιείται να της αγοράσει ένα. Την προσκαλεί στο σπίτι του για να της το δώσει: «Κρατούσε το χέρι μου με το δικό του. Πάλι τον κοίταξα απορημένη. Τα μάτια του ήταν κόκκινα. Έσφιγγα το δαχτυλίδι που ήταν υγρό όπως και η παλάμη του. […] Ένιωσα πως κάτι δεν μου άρεσε, αλλά πάλι δεν ήξερα τι. Άρχισε απ’  τα μαλλιά. Τα δάχτυλά του έψαχναν ώρα το λαιμό μου. Ένιωσα ότι ήθελα να φύγω. […] Ξαφνικά γονάτισε και έβγαλε το παπούτσι μου. […] Τα χέρια του έδειξαν να βιάζονται. Τράβηξε το σοσόνι μου. […] Ανατρίχιασα. Τραβήχτηκα αρπάζοντας παπούτσι και κάλτσα κι ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα στο δρόμο.[…] Σκυμμένη και αναστατωμένη όπως ήμουν, δεν κατάλαβα πότε η Λεωνόρα ήρθε και στάθηκε από πάνω μου. Είχε απλωμένο το χέρι και μου έδινε το δαχτυλίδι της. ‘Έλα να κάνεις τη μάνα’», μού είπε και με τράβηξε».

Από τις σχετικές μελέτες και έρευνες γνωρίζουμε ότι η σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση των παιδιών παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις: στις περισσότερες περιπτώσεις (90% αυτών) τα άτομα που διαπράττουν την κακοποίηση  προέρχονται από το άμεσο (πατέρας/πατριός, θείος, μεγαλύτερος αδερφός) ή έμμεσο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού (οικογενειακοί φίλοι, γείτονες ή και επαγγελματίες που ασχολούνται με παιδιά). Συγκροτημένη παιδαγωγός και συνειδητοποιημένος πολίτης η συγγραφέας γνωρίζει τις περί σεξουαλικής κακοποίησης ψυχολογικές και κοινωνιολογικές θεωρίες και μας προτείνει ένα καλογραμμένο σύγχρονο διήγημα όχι με σκοπό να μας νουθετήσει υψώνοντας το δάχτυλο αλλά με απόλυτη προσήλωση στο κειμενικό είδος, στο λογοτεχνικό γεγονός.

Επιλογικά: Η Τασούλα Τσιλιμένη, με το καλοραμμένο κουμπί στο ταγιέρ των διηγημάτων της δεν είναι απλή θιασώτης του μικρού γενικώς, δεν χειρονομεί απλώς ούτε ναρκισσεύεται. Η πεζογραφία της, η διηγηματική της τέχνη και τεχνική, παραφράζοντας κάπως την άποψη του Κώστα Κατσουλάρη, είναι μεγάλη στη στόχευσή της, στη φιλοδοξία της, στην αντίληψή της για τη λογοτεχνία και τον ρόλο της στον δύσκολο, αντιφατικό, σύγχρονο κόσμο.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Image
Image

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ