In Memoriam Γιάννη Μεγαλόπουλου

προσωπογραφία του Γιάννη Μεγαλόπουλου (έργο Σταύρου Αποστόλου)
προσωπογραφία του Γιάννη Μεγαλόπουλου (έργο Σταύρου Αποστόλου)

Του Βλάση Αγτζίδη

Την περασμένη Κυριακή τιμήθηκε σεμνά μια προσωπικότητα της Κατερίνης—σπουδαίος συλλέκτης και φιλίστορας—ο Γιάννης Μεγαλόπουλος που τον χάσαμε σε ηλικία 61 ετών (1951-2016). Συναντιόμασταν τα τελευταία χρόνια κάθε Αύγουστο στο φιλόξενο συμπόσιο του καλού μας φίλου Βλάση Αγτζίδη μαζί με πολλούς άλλους φίλους της ιστορικής παράδοσης της καθ’  ημάς Ανατολής: καλός συζητητής, πράος συνομιλητής, λάτρης της ποντιακής μουσικής, ακούραστος συλλογέας των τεκμηρίων της ποντιακής και μικρασιατικής παράδοσης, χάθηκε πρόωρα χωρίς να ολοκληρώσει το έργο του (σε επόμενο σημείωμα θα αναφερθώ σε μια παλιά του συνέντευξη προ εικοσαετίας στην εφ. Μακεδονία, που είχε δώσει στην συμπολίτισσά μας δημοσιογράφο Βέτα Χαϊλατζίδου και η οποία συνέντευξη αξίζει να επαναδημοσιευθεί). Προς το παρόν, από την ωραία τιμητική βραδιά μνήμης της Κυριακής, καταθέτω τη συμβολή του λόγιου ιστορικού Βλάση Αγτζίδη. Τον Βλάση ευχαριστώ και από τη θέση αυτή.

Α.Κ.

Μαζευτήκαμε εδώ σήμερα εμείς οι παλιοί φίλοι του Γιάννη για να στοχαστούμε, να αναπολήσουμε ένα καλό φίλο που σήμερα δεν είναι μαζί μας. Ένα και κάτι χρόνο πριν, ένα μαύρο μαντάτο έπεσε στις παρέες μας. Ο Γιάννης δεν είναι πλέον μαζί μας….

Ήταν κάτι το απρόσμενο… και εφόσον δεν περνούσε καν από το μυαλό, κάτι το αδιανόητο. Όμως  ήταν γεγονός! Και να, είμαστε τώρα εδώ, ένα χρόνο μετά να θυμηθούμε τα όσα περάσαμε και τα όσο θυμόμαστε από τον Γιάννη.

Τον Γιάννη τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια, όταν είχε καταφέρει να αγοράσει μια μοναδική ολοκληρωμένη σειρά του πρώτου περιοδικού που εκδόθηκε στην Τραπεζούντα το 1886 υπό τον τίτλο «Εύξεινος Πόντος». Και έκτοτε τον συναντούσα πολύ συχνά μαζί με την Σοφία, είτε στο παρακάθ’ που οργάνωνα κάθε Αύγουστο κάπου κοντά στο Λιτόχωρο, είτε στις ποντιακές γιορτές της Νέας Τραπεζούντας. Με τον «Εύξεινο Πόντο» που μου παραχώρησε και τον μελέτησα, βρέθηκα σε μια άγνωστη και ελάχιστα μελετημένη εποχή του μικρασιατικού Πόντου: Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπου όλα ήταν διαφορετικά απ’ όσα έως τότε γνωρίζαμε. Και αυτό το οφείλουμε στον Γιάννη, που το συλλεκτικό του μεράκι τον μετέτρεψε σε σύνδεσμο με εκείνους τους τόσο διαφορετικούς χρόνους. Με τον τρόπο αυτό τα ιστορικά λείψανα του μακρινού παρελθόντος κάνουν μια νέα αρχή, κομίζοντας νέες ιστορικές πληροφορίες. Παράλληλα μετατρέπονται σε «πηγές ανανέωσης, αναζωογόνησης και ψυχικής τόνωσης», καθώς υποχρεώνουν τον ερευνητή να βιώσει την εμπειρία του σταματημένου χρόνου. Γιατί η τυπωμένη ζωή εκείνης της παλιάς εποχής είναι εντελώς διαφορετική από την σύγχρονη πραγματική. Και ο Γιάννης, μέσω της συλλογής του και της διάθεσής της στον ερευνητή, γεφύρωσε αυτή τη διαφορά. 

Για τη σημασία αυτού του πολύτιμου αποκτήματος θα σας μιλήσω αργότερα.

Προς το παρόν ας αναλογιστούμε πάνω στα εσωτερικά κίνητρα του Γιάννη που τον οδήγησαν στη συλλεκτική του περιπλάνηση με αποτέλεσμα να  διασωθούν και να είναι προσβάσιμα πλέον τέτοια ιστορικά διαμάντια.

Τι προκαλούσε το πάθος για το παλιό;  Νομίζω ότι για τον Γιάννη ισχύει αυτό που είχε γράψει ο Ζαν Μποντριγιάρ: «Η ανάγκη για συλλογή είναι στην ουσία ένα παράφορο , γεμάτο πάθος παιχνίδι» (Jean Baudrillard, Les systeme des objects, Παρίσι, 1970, σελ. 122). Το βασικό κίνητρό του υπήρξε η έννοια του να ηττηθεί το εφήμερο και να αποκτηθεί η συνέχεια με το παρελθόν. Αρνούταν την περιορισμένη διάρκεια ζωής των πραγμάτων, επιδιώκοντας να φέρει στον παρόντα χρόνο ιστορικά μνημεία που σχετίζονταν κυρίως με τη  Μακεδονία ή τον Πόντο και  ήταν συνυφασμένα με το συλλογικό υποσυνείδητο της εποχής που δημιουργήθηκαν. Έτσι, παρότι κάθε κομμάτι της συλλογής ανήκε στο δικό του χρόνο, το μετέφερε στο σήμερα αρνούμενος τον συμβατικό ιστορικό χρόνο, δίνοντας σε κάθε αντικείμενο τη μορφή της σημερινής ατομικής μνήμης. Μετέτρεψε δηλαδή, το απολίθωμα του παρελθόντος, σε σημερινή ζώσα μνήμη.

Με τον τρόπο αυτό διεκδικούσε δυναμικά το παρελθόν. Χωρίς προκαταλήψεις και διαχωριστικές γραμμές, προτάσσοντας το ακαδημαϊκό και αισθητικό ενδιαφέρον. Γεφυρώνοντας το χάσμα με το παρελθόν, προσδιόριζε και ο ίδιος τα χαρακτηριστικά του εαυτού του. Ουσιαστικά με τη διαμόρφωση της συλλογής επιδίωκε την υπέρβαση του τέλους που επιφέρει ο χρόνος.

Ο Γιάννης είχε την ικανότητα της εκτίμησης για τα έργα που ενέτασσε στη συλλογή του, είτε αυτά ήταν χάρτες είτε βιβλία και άλλα έντυπα. Είμαι βέβαιος ότι τον συγκινούσαν βαθύτατα οι περιπέτειες που βρίσκονταν πίσω από την ιστορία του κάθε έργου: από πόσα χέρια πέρασαν, σε πόσες βιβλιοθήκες εντάχθηκαν, πόσες ανθρώπινες ιστορίες κρύβονται πίσω από τη διαδρομή έως ότου καταλήξουν στα δικά του χέρια. Όμως κάθε πράγμα που αποκτούσε το ενέτασσε σε ένα σαφές πλαίσιο μέσω το οποίου του προσέδιδε λογική και νόημα. Έτσι διαμόρφωσε την ιδιωτική του συλλογή. Με σαφή κριτήρια επιλογής των αντικειμένων όπως τα αντιλαμβανόταν με τα δικά του ξεχωριστά κριτήρια. Κριτήρια που διαμορφώθηκαν από τις συναισθηματικές του προδιαθέσεις και τις αντιλήψεις του, που εναρμονίστηκαν με το περιβάλλον του, κοινωνικό και πολιτικό, καθώς και με την προσωπική του ιδεολογία.

Ο Γκαίτε είχε γράψει ότι ο συλλέκτης είναι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος, αλλά όμως είναι τόσο απορροφημένος από την επιλογή του να συλλέγει, που περιχαρακώνεται στον κόσμο του. Ο Γιάννης διέψευσε αυτή την θεώρηση του Γκαίτε αποδεικνύοντας ότι μπορούσε κάλλιστα να συνδυάζει την συλλεκτική του υπομονή με την κοινωνικότητα και την εξωστρέφεια. Η συλλογή του και ο τρόπος της κτήσης των σημαντικών αποκτημάτων, προσδιόριζε τη σχέση του τόσο με τους άλλους αλλά και με τον χρόνο. Νομίζω ότι υπήρχε ένας βαθύτατος εσωτερικός δεσμός μεταξύ του Γιάννη και της συλλογής του. Και αυτός ο δεσμός μαζί με την φιλόξενη διάθεση και τον δοτικό του χαρακτήρα τον οδήγησε στο να μοιράζεται τα αποκτήματά του και με τους άλλους μετατρέποντας την ιδιωτική του συλλογή σε δημόσια με την κατά καιρούς έκθεση τμημάτων της. Γιατί οι εξαιρετικές εκθέσεις που συγκροτήθηκαν με βάση το υλικό της συλλογής Μεγαλόπουλου υπήρξαν αποτέλεσμα της συγκεκριμένης σκέψης και ψυχικής διάθεσης.    

Ο Γιάννης Μεγαλόπουλος ήταν ένας καλός συλλέκτης που κατάφερε να διασώσει από τη λήθη και να εντάξει στη συλλογή του περί τους 30 σπάνιους χάρτες, καθώς και σπάνια βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά.  Στη βάση αυτής της συλλογής υπάρχει η μέριμνα του δημιουργού για την αυτογνωσία μας. Αυτού που αναζητά με αυταπάρνηση τα παλιά και λησμονημένα στρώματα του ελληνικού πολιτισμού.  Δεν συλλέγει ότι βρει στους χώρους των παλαιοπωλείων, αλλά μόνο ότι ικανοποιεί τα κριτήρια που θέτει: το υλικό να αφορά την Κατερίνη και ευρύτερα τη Μακεδονία καθώς και τον Εύξεινο Πόντο.

Μέσα από τους χάρτες μπορούμε να περιπλανηθούμε και εμείς στα βάθη του χρόνου. Να δούμε πως αποτυπώνονταν σε παλιότερες εποχές οι τωρινές δικές μας αγαπημένες περιοχές. Πόσοι δεν θα γοητευτούν βλέποντας αυτά τα ίδια μέρη που σήμερα βαδίζουμε σε μια άλλη χρονική, αλλά και πολιτική εκδοχή. Γιατί ο χάρτης δεν είναι ένα απλό γεωγραφικό όργανο αλλά ένα μέσο πολιτικού σχολιασμού που αποτυπώνει τις πραγματικές συνθήκες που υπάρχουν κατά τη στιγμή της δημιουργίας του.   

To περιοδικό «Εύξεινος Πόντος»

Το περιοδικό «Εύξεινος Πόντος» εκδόθηκε 24 χρόνια μετά τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι συγκυριακοί της σύμμαχοι Βρετανοί και Γάλλοι συγκρούστηκαν με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία ήδη κατέβαινε με ορμή προς τις θερμές θάλασσες, επιχειρώντας την ενσωμάτωση οθωμανικών εδαφών. Την ίδια εποχή η Ρωσία κατάφερε να εδραιώσει την κυριαρχία της στον Καύκασο, υποχρεώνοντας τους ιθαγενείς λαούς σε συνθηκολόγηση. Δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τον Καύκασο θα καταφύγουν στην οθωμανική επικράτεια. Έτσι δημιουργήθηκε μια μεγάλη κοινωνική αναστάτωση στις περιοχές που γειτνίαζαν με τις πολεμικές συγκρούσεις. Η άφιξη των εξαθλιωμένων προσφύγων μουσουλμάνων από τον Καύκασο  επέτεινε την ανασφάλεια και ενίσχυσε τις τάσεις φυγής των μη μουσουλμάνων.

Την ίδια ακριβώς χρονιά που έληξε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1856) με ήττα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξέδιδε το αυτοκρατορικό διάταγμα Ισλαχάτ Φερμανί, με το οποίο ολοκλήρωνε τις προηγούμενες μεταρρυθμιστικές πράξεις που είχαν ξεκινήσει με το διάταγμα Χατ-ι-Σερίφ το 1839. Ο στόχος του  Ισλαχάτ Φερμανί ήταν η θεσμοθέτηση ισότητας μεταξύ όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Η διαμόρφωση κοινής πολιτικής συνείδησης έγινε ο κύριος στόχος της οθωμανικής πολιτικής. Οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές έμπαιναν στο περιθώριο. Με τον τρόπο αυτό η οθωμανική ηγεσία επεδίωκε την ενσωμάτωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων και την μετατροπή τους σε πολίτες με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις προς τον σουλτάνο.

Με το αυτοκρατορικό διάταγμα του 1856 τέθηκαν σε ισχύ οδηγίες για την συγκρότηση των κοινοτήτων μέσω αντιπροσωπευτικών σωμάτων και εσωτερικών κανονισμών με στόχο την εκκοσμίκευση των σχέσεων και εντός των εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων.

Οι δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν της έκδοσης του περιοδικού διαμόρφωσαν νέες συνθήκες που επέτρεψαν τις μη μουσουλμανικές κοινότητες να αναπτυχθούν τόσο στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και στον πολιτισμικό τομέα.

Οι ριζοσπαστικές αυτές αλλαγές έγιναν ενθέρμως αποδεκτές από τις μη μουσουλμανικές κοινότητες. Ήδη από το 1864 οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον Στέφανο Καραθεοδωρή διακηρύσσουν τον ελληνοθωμανισμό. Δηλαδή την προσπάθεια διαμόρφωσης ενιαίας οθωμανικής πολιτικής ταυτότητας, που θα επικαλύπτει τις επιμέρους εθνικές ή θρησκευτικές. Έτσι ως ‘πολιτικό έθνος’ εννοείται το οθωμανικό ενώ ως ‘γένος’ παραμένει η παραδοσιακή ελληνορθόδοξη κοινότητα. Ουσιαστικά η ελίτ των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας επεδίωκε μια δυαρχία πολιτικής εξουσίας, όπου μουσουλμάνοι και Έλληνες, ως ανήκοντες σε ένα ενιαίο πολιτικό οθωμανικό έθνος, θα αναλάμβαναν την τύχη της. Με τον τρόπο αυτό, αποκηρύχθηκε και ενοχοποιήθηκε κάθε αποσχιστική δράση. Σ’ αυτή την πολιτική παράδοση του ελληνοοθωμανισμού εντάσσεται και το περιοδικό ‘Εύξεινος Πόντος¨.

Υπήρξε το πρώτο έντυπο που κυκλοφόρησε στο μικρασιατικό Πόντο, την εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε απωλέσει σημαντικά εδάφη στο νότιο Καύκασο μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου η Ρωσία είχε προσαρτήσει τις περιοχές Καρς, Αρνταχάν και Βατούμι. Ο Πόντος βρίσκεται πλέον κοντύτερα στις εν δυνάμει εστίες σύγκρουσης και επί πλέον αντιμετωπίζει ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων προς τη Ρωσία.

Σε γλώσσα καθαρεύουσα, η θεματολογία του περιοδικού περιλάμβανε κοινωνικά και λαογραφικά ζητήματα, καθώς και ειδήσεις από τον ελληνισμό της Ελλάδας, της Διασποράς και του Πόντου. Ιδιαιτέρως το απασχολούσε το φαινόμενο της μεγάλης μεταναστευτικής ροής Ελλήνων από το μικρασιατικό Πόντο προς τις ρωσοκρατούμενες περιοχές. Η μεταναστευτική αυτή κίνηση θεωρείται από τους εκδότες ως η σημαντικότερη και η πλέον επικίνδυνη εξέλιξη για τον ελληνισμό του Πόντου. Γι αυτό αποτελεί το κύριο άρθρο του περιοδικού για τρία συνεχή τεύχη, από το 2ο  έως το 4ο, όπου αναλύεται συστηματικά το ζήτημα της μετανάστευσης με 4σέλιδα αφιερώματα.  

Παράλληλα, βασικός στόχος και κίνητρο του περιοδικού υπήρξε η παροχή ιστορικών και φιλολογικών γνώσεων στους αναγνώστες του. Η αναγκαιότητα έκδοσης ελληνικού εντύπου στον Πόντο αναπτύσσεται  στο σημείωμα των εκδοτών στο πρώτο φύλλο: «Η ανάγκη τοιούτου συγγράμματος εν τη εσχατιά ταύτη του Πόντου, όπου εγείρεται το τελευταίον όριον του Ελληνισμού ήτον απαραιτήτως κατεπείγουσα… Η πατρίς ημών κατά τας ανεξιχνιάστους του υψίστου βουλάς απολέσασα την προτέραν αυτής λαμπρότητα και εύκλειαν, διεβίωσεν τεσσάρων αιώνων, ασέληνον και ζοφερόν βίον εν τη μακρά σειρά μοιραίων αιώνων, εν τη χώρα, όπου άλλοτε ανεβλάστανεν ευθαλές το δένδρον  της παιδείας περιλαμβάνον υπό την αμφιλαφή αυτού σκιάν πάντας τους οργώντας μαθήσεως, βαθεία και παχυλή επεκάθησεν η αμάθεια, και περί την δύσιν του Εθνικού ημών βίου παραγαγούσαν η πατρίς ημών άνδρας οίος ο κλεινός Βησσαρίων, ο φιλόσοφος Αμοιρούτσης και ο δεινός ρήτωρ Γεώργιος ο Τραπεζούντιος, μεταδιδόντες εις την εκ βυθού ανακύπτουσαν Ευρώπην τα προγονικά ημών κειμήλια…».

Το περιοδικό διέθετε σημαντικό δίκτυο συνεργατών στον Πόντο (Πλάτανα, Κερασούντα, Οινόη, Ορντού, Πουλαντσάκη, Φάτζα, Σούρμενα, Ρίζαιο, Ιμέρα, Αργυρούπολη, Σάντα, Σαμψούντα, Σινώπη), σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Ερζιγκιάν, Παϊπούρτ, Ερζερούμ, Ρόδος), στη Ρωσική Αυτοκρατορία (Πότι, Κουταϊσι, Τιφλίδα, Τσάλκα, Μπακού, Κριμαία, Κουταούτα, Τουαψέ, Κριμσκ, Ανάπα, Αικατερινοντάρ, Κερτς, Ροστόβ επί του Ντον, Ταϊγάνιο-Ταγκανρόκ, Οδησσό, Γιάλτα, Καρς), στην υπόλοιπη διασπορά (Βουκουρέστι, Βραϊλα, Αλεξάνδρεια, Μασσαλία, Λονδίνο, Παρίσι).

Tμήματα του περιοδικού υπάρχουν και στο αρχείο της Επιτροπής Ποντιακών μελετών (ΕΠΜ). Όμως στο αρχείο του Γιάννη Μεγαλόπουλου υπάρχει η μοναδική πλήρης σειρά του σημαντικού αυτού περιοδικού.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Image
Image

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ