του Αντώνη Κάλφα
Από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της δεκαετία του 1930 (φωτογραφικό αρχείο Σάκη Κουρουζίδη) μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 (φωτογραφικό αρχείο ΣΑΤΣΙ) η πλατεία Ελευθερίας άλλαξε πολλές φορές μορφή, χωρίς να αποκτήσει—ούτε σήμερα δυστυχώς—ένα οριστικό σχήμα: παραδοσιακό, νεωτερικό ή μεταμοντέρνο έστω, κάτι τέλος πάντων που να παραπέμπει σε ένα είδος ταυτότητας. Παρόλα αυτά η Κατερίνη και η πλατεία της μέχρι τα τέλη του 1960 διατηρούσε κάτι από την συντεταγμένη αίγλη των επαρχιακών πόλεων της εποχής με έναν ευδιάκριτο κοινωνικό χώρο, την πλατεία, ως τόπο συνάθροισης, επικοινωνίας και συμβολικού κεφαλαίου (ψυχαγωγία, μαγαζιά, τράπεζες, ξενοδοχεία).
Αλλά, πολιτισμικά μιλώντας, αυτό έχει την εξήγησή του: η μικρή, ασήμαντη πόλη της απελευθέρωσης έδωσε τη θέση της σε μια αγροτική, ραγδαία αναπτυσσόμενη πόλη μετά την προσφυγιά του μεσοπολέμου, χωρίς να διαμορφώσει ένα ισχυρό βιοτεχνικό δυναμικό, χωρίς ιθύνουσες τάξεις που θα είχαν κάποιο ενδιαφέρον για την μετατροπή της πόλης σε σύγχρονο σχήμα με αρχή-μέση και τέλος. Η απουσία αστικής παράδοσης λοιπόν (οικονομικής, πνευματικής, ιδεολογικής, πολιτισμικής) μπορεί να είναι κάποια από τις ερμηνείες που θα μπορούσαν να προταθούν.
Αξίζει μια πρόχειρη ματιά σε κάποιες πληροφορίες για την πόλη στην τελευταία δεκαετία του μεσοπολέμου. Για παράδειγμα μόλις το 1930 ο Σάββας Κανταρτζής και ο μετέπειτα Δήμαρχος Κατερίνης Αιμίλιος Ξανθόπουλος εκδίδουν στις 16 Φεβρουαρίου την εβδομαδιαία τετρασέλιδη εφημερίδα «Ηχώ των Πιερίων». Ιδιοκτήτης της ο Αιμίλιος Ξανθόπουλος και διευθυντής της ο Σάββας Κανταρτζής (κυκλοφόρησε μέχρι το 1939). Στο τυπογραφείο της εφημερίδας τυπώνονται τα πρώτα βιβλία στην Κατερίνη.
Την ίδια χρονιά ιδρύεται ο «Σύνδεσμος Καρροποιών και Σιδηρουργών ‘ο Προφήτης Ηλίας’» «προς τον σκοπόν εξυπηρετήσεως των συμφερόντων των μελών διά της νομίμου οδού».
Ο πόντιος πρόσφυγας Σολομών Παπαδόπουλος (Φάτσα 1890-Κατερίνη 1961), ο μετέπειτα δήμαρχος Κατερίνης (1954-1959) ιδρύει τον κινηματογράφο «Διονύσια» χωρητικότητας 500 περίπου ατόμων. Μέχρι το 1936 λειτουργεί ως βωβός κινηματογράφος, με πολλή επιτυχία, ενώ τις διαφημιστικές μακέτες φιλοτεχνούσε ο κατοπινός σπουδαίος φωτογράφος Σάββας Τσιλιγγιρίδης. Παράλληλα φιλοξενούσε και θεατρικά και καλλιτεχνικά σχήματα της εποχής (Αιμίλιος Βεάκης, Αττίκ) ενώ ο χώρος χρησιμοποιούνταν και για πολιτικές ομιλίες και εκδηλώσεις (Μίκης Θεοδωράκης, Σάββας Παπαπολίτης, Αλέκος Μπαλτατζής, Στέργιος Χασαπίδης κ.ά.)
Στον τόμο «Μακεδονία-Θράκη» των «Οδηγών Ελευθερουδάκη» (1930), υπάρχει 7σέλιδη αναφορά με πολλές λεπτομέρειες και πληροφορίες. «…Εκ του χανίου Μηλιάς η αμαξιτός έχουσα ΒΑ. διεύθυνσιν παραλλήλως του ποταμού Μαυρονέρι, άγει εις Κατερίναν, οπόθεν διακλαδιζομένη η μεν προς δεξιά άγει εις την Σκάλαν Κατερίνης, η δε επ' αριστερά εις Σκάλαν Βρωμερής και η προς Β εις Γιδά και εκείθεν εις Θεσσαλονίκην…».
Στην Τουριστική Γεωγραφία της Ελλάδος, προς χρήσιν των υπαλλήλων των γραφείων ταξειδίων και των μαθητών της Ξενοδοχειακής Σχολής», έκδ. ΕΟΤ, 1930, αναφέρονται τα κυριότερα κέντρα παραθερισμού εν Ελλάδι. Μεταξύ αυτών, από την Μακεδονία, τα παρακάτω: Ασβεστοχώρι, Λιτόχωρον, Μηλιά (Αικατερίνης), Πολύγυρος (Χαλκιδική), Χορτιάτης, Νάουσα, Έδεσσα, Λαϊλιάς, Άνω και Κάτω Κόττορι και Κλεισούρα (Φλώρινα).
Στη δεκαετία του 1930, όπως καταγράφουν σε έκθεσή τους οι γιατροί Γεώρ. Ζουζακίδης και Κίμ. Αστερίου, εμφανίστηκαν στην Κατερίνη πολλά κρούσματα τυφοειδούς πυρετού με αρκετά θύματα μεταξύ των προσφύγων εκείνων κυρίως, που είχαν εγκατασταθεί στα άκρα της πόλης, κοντά σε λιμνάζοντα έλη και τέλματα. Ο κίνδυνος προσβολής της δημόσιας υγείας ήταν μεγάλος, διότι το πόσιμο νερό ήταν εκτεθειμένο σε κάθε ακαθαρσία και, κατά τη μαρτυρία του Σάββα Κανταρτζή, έρρεε ακάλυπτο στα νότια ρείθρα της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η πιθανότητα λοιπόν να μολυνθεί το νερό με τον τυφικό βάκιλο ήταν μεγάλη. Η ελονοσία ήταν ο προθάλαμος της φυματίωσης και στις δεκαετίες του ’30 και ’40 η Κατερίνη αναλογικά με τον πληθυσμό της είχε από τη φυματίωση τα περισσότερα θύματα στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο λόγος, για τον οποίο στο Μεσοπόλεμο ιδρύθηκε το Σανατόριο Ιεράς Μονής Πέτρας Ολύμπου, στο δρόμο Κατερίνης-Ελασσόνας, που αργότερα έγινε ψυχιατρείο.
Στον αλβανικό Τεκέ επίσης, γράφει ο Νίκος Βαρμάζης, «στο χώρο όπου ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 30 είχε θεμελιωθεί και επρόκειτο να ανεγερθεί το παλαιό νοσοκομείο, στήθηκαν πρόχειρα πλίνθινα παραπήγματα, στα οποία στεγάστηκαν οικογένειες του Μοσχοποτάμου, του Ελατοχωρίου, της Ρητίνης, της Μηλιάς και άλλων χωριών της δυτικής Πιερίας. Ο οικισμός του Τεκέ υπήρξε ο πιο πρόχειρος απ‘ όλους, ένας συνοικισμός πιεστικής ανάγκης, και γι‘ αυτό στα αμέσως επόμενα χρόνια δεν απέμεινε άλλο τι απ‘ αυτόν παρά μόνο η μνήμη του. Τον θυμούνται όσοι έζησαν εκεί και όσοι διάβασαν το βιβλίο του Ν. Γραμμένου “Τα κορίτσια του Τεκέ”». ~