(εγκαίνια το Σάββατο 5.4. και ώρα 11.00)
του Αντώνη Κάλφα
Κοινός τόπος σε όλη την εικαστική δουλειά του Άγγελου Ραζή είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος απεικόνισης του γύρω κόσμου: ξεκινώντας από τα εξωτερικά ερεθίσματα και τις αναπαραστάσεις του πέριξ κόσμου (ένα τοπίο, η φύση, καφενεία, πλοιάρια στο λιμάνι) ο καλλιτέχνης ενσωματώνει γόνιμα σε αυτά τα ερεθίσματα πτυχές της εσωτερικότητας του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής (μισοστρωμένα κρεβάτια, παιδικά αθύρματα, μπάλες, κοχύλια).
Όλα αυτά βεβαίως τοποθετούνται στην επιφάνεια του πίνακα γεωμετρημένα, συμμετρικά και με μεγάλη αίσθηση οικονομίας ενώ η επιδέξια χρήση των πρόσθετων στοιχείων από τον καλλιτέχνη τα αναγκάζει να συνομιλούν με πλευρές της ελληνικής αλλά και της μεσογειακής πολιτισμικής παράδοσης (οίνος και άμπελος, θάλασσα, λιμάνια, στεφάνια, άφθονα ρόδια) προσδίδοντας στο μάτι του θεατή μεγάλες δυνατότητες συμβολικής δύναμης.
Μικρές κατά κύριο λόγο συνθέσεις (η θαυμάσια εξαίρεση στην έκθεση είναι ένα εντυπωσιακό τρίπτυχο μεγαλύτερων διαστάσεων που περιλαμβάνει το γνώριμό μας εσωτερικό σπιτιού με λιμένα και πλοιάρια) διαθέτουν πρωτοτυπία και ισχυρή δόση ποιότητας.
Ένα πανέρι με ρόδια, ένα στεφάνι επιτρέπουν στη μνήμη μας να ανατρέξει στα δημιουργικά στοιχεία που συγκροτούν τον ανθρώπινο βίο (μνήμες εορτών, ανανέωσης της γης, έθιμα και παραδόσεις της βλάστησης και της ανθοφορίας) ακόμα κι όταν φαίνεται να λείπει η ζωή αφού τα εσωτερικά των δωματίων είναι συνήθως άδεια, με μια μελαγχολική ερημία που παραπέμπει στην απαράμιλλη τεχνική του Έντουαρντ Χόπερ.
Ο Άγγελος Ραζής καταφέρνει χωρίς πολλά λόγια και φλυαρίες—με μια ιδιωτική ποιητική αίσθηση—να μας μεταδίδει σκηνές ονείρου και γαλήνης, παιδικότητας και πηγαίας μνήμης, ατομικότητας και αναστοχασμού. Ένα κρεβάτι μισοστρωμένο είναι η υπενθύμιση του απόντος Άλλου ή ενδεχομένως του ιδιωτικού εκείνου χώρου όπου κατοικεί η ύπαρξή μας (και η οποία συνήθως καταλήγει εκεί στο τέλος της). Η τεχνική αυτή συγγενεύει με την καβαφική μέθοδο του μέσα και του έξω (μέσα οι κάμαρες και ο έρωτας και έξω οι συναναστροφές, η αγαπημένη πόλη και τα μαγαζιά της).
Άλλη μια βασική θεματική στην εικονοποιία του Ραζή είναι και η παρουσία του καφενείου. Δεν πρόκειται εδώ βεβαίως για λαογραφισμό ή για εξιδανίκευση του παλαιού παρελθόντος (όπως έγινε το ιστορικό καφενείο ΝΕΟΝ του Τσαρούχη) αλλά για τα καφενεία ως τόπους αναστοχασμού, αυτογνωσίας, σεμνής και ποιητικής ενασχόλησης με τα πράγματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο—χωρίς την παρουσία χωρατών ή μεθυστικής διάθεσης. Οι άνθρωποι στα καφενεία του Ραζή σκέφτονται, είναι συγκεντρωμένοι, νουνεχείς, κοιτάζουν με σοβαρότητα και κάποια θέρμη σαν να βρίσκονται σε τόπο άκρως σοβαρό, ιερό σχεδόν, εγκαρδιωτικό.
Αξίζει να παρατηρήσει κανείς, τέλος, τη μοναδικότητα του Ραζή, την καταπληκτική του μαστοριά να οικοδομεί τοίχους, παράθυρα και πόρτες με τρόπο καθαρό, ακριβή, ευκρινή: επιμένει στις αποχρώσεις και την κατασκευαστική αληθοφάνεια, περιγράφει με ρεαλιστική άνεση άλλοτε τις πτυχώσεις και άλλοτε τις ζωντανές θαρρείς εκφράσεις μιας παιδικής κούκλας, στήνει το ξύλινο αλογάκι στη μέση του δωματίου σαν να πρόκειται για ένα μείζον συμβάν—και πώς να μην είναι μείζονα όλα αυτά αφού συνδέονται με τις αναπαλλοτρίωτες παιδικές μας μνήμες και την περιουσία του προσωπικού μας χρόνου.