του Αντώνη Κάλφα
Το πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων ήρθε στην Ελλάδα αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τα έτη 1913 και 1914. Από τους πρόσφυγες αυτούς, τους διωγμένους Έλληνες από τη Βουλγαρία και από το Σεμιτλί, Αράπ Χατζί και Βαβά Εσκίρ της Θράκης, 5.000 περίπου εγκαταστάθηκαν στην Πιερία, μέσα στην Κατερίνη και στα χωριά Παλαιό και Νέο Ελευθεροχώρι, στο Μακρύγιαλο και στην Πάλιανη, τη σημερινή Σφενδάμη, όπου νωρίτερα οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει Βόσνιους πρόσφυγες, τους οποίους στη συνέχεια μετακίνησαν προς την Τουρκία.
Θρακιώτες πρόσφυγες κατά τα έτη 1913 και 1914 και η Κατερίνη
Κατά τις κατακλυσμιαίες πληθυσμιακές αλλαγές μετά το 1913 (φυγή γηγενών μουσουλμάνων, έλευση χριστιανών προσφύγων) έως το 1928 οριστικοποιήθηκαν οι δημογραφικές τομές. Στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, ο πληθυσμός παρουσίασε αύξηση κατά 41,18%, από 497.195 σε 701.952 κατοίκους. Στην επαρχία Θεσσαλονίκης, από τις 201.593 έφθασε τις 321.161 (160.495 άνδρες και 160.666 γυναίκες), καταγράφοντας αύξηση 59,31%. Στην επαρχία Πιερίας από 30.166 σε 49.666 (αύξηση 64,64%).
Σε έγγραφο της υποδιοίκησης Κατερίνης με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 1914 καταγράφονται οι δημόσιες υπηρεσίες και οι αρχές που ήσαν εγκατεστημένες στην πόλη: «Κατερίνη, πρωτεύουσα υποδιοικήσεως, και Δήμου, έδρα επισκόπου Κίτρους. Εγκατεστημέναι αρχαί, Υποδιοίκησις, Οικονομική Εφορεία, Ειρηνοδικείον, Ταμείον, Δασαρχείον, Αστυνομική Υποδιεύθυνσις, Τηλεγραφείον και Ταχυδρομείον, Συμβολαιογραφείον, πλήρης Αστική Σχολή, Ημιγυμνάσιον, Σχολεία Αρρένων και Θηλέων, ως και οθωμανικά τοιαύτα».
Ο υποδιοικητής Κατερίνης σε υπόμνημά του προς τον Νομάρχη Θεσσαλονίκης στις 12 Δεκεμβρίου 1914 υπογραμμίζει πως 3.000 πρόσφυγες από την Θράκη (Βαβά Εσκί, Σχολάρι, Ιντζέκιοϊ) εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη, 850 από αυτούς στους συνοικισμούς Βατάν και Κιρχανά. Οι υπόλοιποι 2.150 τοποθετήθηκαν προσωρινά σε στρατώνες και σε διάφορα άλλα οικήματα και τους παραχωρήθηκε κάποιο επίδομα από την πολιτεία ενώ, για να επιβιώσουν, ορισμένοι από αυτούς καλλιεργούσαν δημόσιες εκτάσεις. Οι περισσότεροι όμως παρέμειναν άνεργοι γιατί δεν υπήρχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ούτε τα κατάλληλα εργαλεία (Υπόμνημα του υποδιοικητή Κατερίνης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης “Περί της εν γένει καταστάσεως της υποδιοικήσεως Κατερίνης”, φάκ. αριθ. 54 της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας” του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας).
Την ίδια εποχή, το 1914 δηλαδή, ζούσαν 1.500 Οθωμανοί και 20 Εβραίοι στην πόλη της Κατερίνης. Σύμφωνα με την απογραφή του 1913, την πρώτη μετά την απελευθέρωση, η Κατερίνη είχε 7.393 κατοίκους (βλέπε πίνακα απογραφών στη σελίδα 227 του τόμου “Ελλάς” της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας Πυρσός). Κατά την έκθεση του επιτρόπου Κατερίνης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων αναφέρει (12 Απριλίου 1914) ότι κατά το σχολικό έτος 1913-1914 λειτούργησαν δύο διτάξια οθωμανικά σχολεία στην Κατερίνη με 140 περίπου μαθητές και 4 δασκάλους.
Η μικρασιατική καταστροφή και οι πρόσφυγες στην Πιερία
Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 και η μαζική εγκατάλειψη των ιστορικών εστιών στον μικρασιατικό χώρο, την Ιωνία, την ανατολική Ρωμυλία και την Θράκη οδηγούν στις πρώτες εγκαταστάσεις προσφύγων στην Κατερίνη κάτω από άθλιες συνθήκες. Πρόσφυγας αφηγητής από την Θράκη περιγράφει την άφιξή του το 1922 στην Κατερίνη: «Όταν οι Θρακιώτες ήρθαν για πρώτη φορά το 1914 η Κατερίνη ήταν ένα μικρό χωριουδάκι. Λασποχώρι. Νερό δεν υπήρχε. Νερό πίνανε από το αυλάκι. Θολά νερά και πολύς κόσμος πέθανε από νταλάκι (πρήξιμο στομάχου). Πολλοί Θρακιώτες που ήρθαν την πρώτη φορά μετά δεν ξανάρθαν λόγω του κλίματος της Κατερίνης. Τον πατέρα μου όμως του άρεσε το μέρος εδώ και το 1918 ξαναήρθε. Όχι μόνο ο πατέρας μου, αλλά και άλλοι πολλοί. Στη συνέχεια ξαναφεύγουν για την πατρίδα και το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαν στην Κατερίνη και έμειναν οριστικά».
Στην Πιερία εγκαταστάθηκαν αρχικά περισσότεροι από 12.500 πρόσφυγες, Πόντιοι και Μικρασιάτες, και η Πιερία, που είχε 31.698 κατοίκους στην απογραφή του 1920, έφθασε να έχει 49.686 κατοίκους στην απογραφή του 1928. Λεπτομερή κατάλογο των οικισμών που συγκρότησαν στην πόλη μας Μικρασιάτες, Θρακιώτες και Πόντιοι πρόσφυγες συνέταξε ο ιστορικός Γιάννης Καζταρίδης στο βιβλίο του «Κατερίνη. Ο τόπος-οι άνθρωποι». Αφορά την έλευση στην πόλη προσφυγικών ομάδων λίγο πριν από την μικρασιατική καταστροφή του 1922 και, κυρίως, μετά την συνθήκη της Λωζάνης (1923) μέχρι το 1940, εποχή κατά την οποία ολοκληρώνεται μία ακόμη μαζική έξοδος ποντίων προσφύγων από τη Ρωσία. Η καταγραφή στηρίζεται στα αρχεία της ΕΑΠ, του Κοινοτικού Συμβουλίου Κατερίνης και σε άλλες δημοσιευμένες πηγές και μαρτυρίες.
Η ίδρυση του προσφυγικού συνοικισμού των Ευαγγελικών
Με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1923 που υπογράφτηκε από τον Επιμελητή Εποικισμού Δημητριάδη και τον Πρόεδρο της Κοινότητας Κωνσταντίνο Κουρκουμπέτη παραχωρήθηκε αρχικά στην Προσφυγική Ομάδα Ευαγγελικών γεωργική έκταση έξι χιλιάδων περίπου στρεμμάτων για τους «εκ Μικράς Ασίας καταγομένους Ευαγγελιστάς και εγκαταστημένους εν τη πόλει Κατερίνης και εν τη συνοικία Τσερκέζ Μαχαλά».
Η προσφορά των προσφύγων στην οικονομία
Για να λάβουμε μια ιδέα της προσφοράς των προσφύγων, φτάνει ν’ αναφέρουμε ότι στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης το 1927 επί συνόλου 336 Ελλήνων εκθετών, οι 193 ήσαν πρόσφυγες εγκατεστημένοι στη Μακεδονία. Παράλληλα, στα τέλη του 1927, από τον συνολικό αριθμό των 4.481 γεωργικών συνεταιρισμών όλης της χώρας (ντόπιων και προσφύγων), οι 890 είναι καθαρά προσφυγικοί: 656 στη Μακεδονία και 234 στη Θράκη. Στην Παλαιά Ελλάδα η συνεταιριστική προσφυγική κίνηση βρίσκεται, ακόμη, σε εμβρυακή κατάσταση.
Μόνο στη Μακεδονία, στο διάστημα της επταετούς περίπου λειτουργίας της ΕΑΠ, αποκαταστάθηκαν ως αγρότες μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1929 330.810 από τους 446.094 πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της. Στην Κατερίνη αποκαταστάθηκαν σε 25 συνοικισμούς 3.205 οικογένειες, σύνολο ατόμων 12.846.
Από οικονομική άποψη, γράφει ο πανεπιστημιακός ιστορικός Κωνσταντίνος Φωτιάδης, το ελληνικό κράτος διέθεσε 11 δισεκατομμύρια περίπου για καταναλωτικά και παραγωγικά έργα τη δεκαετία 1922-1932. Όλες όμως οι δαπάνες επέστρεψαν στα ταμεία του ελληνικού δημοσίου από τους πρόσφυγες την πρώτη κιόλας δεκαετία της εγκατάστασης, σύμφωνα με τη μελέτη του καθηγητή Αντ. Δαμασκηνίδη. Συγκεκριμένα, το ποσό των 11 δισεκατ. αποσβέστηκε από τις εισπράξεις των αγροτικών χρεών, την καταβολή των φόρων και των πάσης φύσεως δασμών που πλήρωσαν στο χρονικό αυτό διάστημα.
Η συμμετοχή των γυναικών προσφύγων στην πολιτική ζωή
Στις 7 Ιανουαρίου 1932 στην εφ. Ηχώ των Πιερίων δημοσιεύεται ένα μικρό άρθρο με τίτλο «Αι ψηφοφόροι γυναίκες» και το οποίο καλεί τις γυναίκες που έχουν συμπληρώσει το 30ό έτος να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους. Ενδιαφέρον είναι πως τα πρώτα 21 ονόματα γυναικών που ενεγράφησαν στους καταλόγους «τυγχάνουσιν πρόσφυγες εκ Θράκης και Μ. Ασίας» (Μαρίκα Λ. Γιασημακοπούλου, Μ. Ν. Μπότσογλου, Ελένη Αναστασιάδου, Λαμπρινή Δαρίβα, Κυριακή Χατόγλου κ.ά.)
Πόντιοι πρόσφυγες από την Ρωσία κατά την περίοδο 1937-1940
Την περίοδο 1937-1940 εγκαθίστανται στην Κατερίνη περίπου 8.000 Πόντιοι πρόσφυγες από τη Ρωσία οι οποίοι και συγκρότησαν εν πολλοίς τους συνοικισμούς Νέα Ζωή, Σιδηροδρομικός Σταθμός Κατερίνης, Μυλαύλακος, Άνω και Κάτω Παράδεισος.
Το «ολοκαύτωμα» του Καταφυγίου
«Ολοκαύτωμα» αποκαλεί ο δάσκαλος Κλεάνθης Νάστος, στην επισκόπηση του Καταφυγίου που έγραψε, τις ημέρες μεταξύ 18-23 Δεκεμβρίου 1943 όταν συντελέστηκε η ολοκληρωτική καταστροφή της γενέτειράς του, του Καταφυγίου, από τους ναζί κατακτητές. Οι κατατρεγμένοι πυροπαθείς εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη, στον ομώνυμο συνοικισμό και πολύ γρήγορα βελτίωσαν τη ζωή τους: «σ’ απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα, οι κατατρεγμένοι—όπως και οι πρόγονοί τους—οι πυροπαθείς, οι ρημαγμένοι Καταφυγιώτες, με κύριο γνώμονα την εργατικότητα και τη σύμπνοια σε γενικά προοδευτικά θέματα και έργα επωφελή, κατόρθωσαν πολλά, τόσα πολλά, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν, ώστε η αρχική αντιπάθεια αρκετών κατοίκων της Κατερίνης, άρχισε να διαλύεται κι ένα κλίμα συμπαθείας το διαδέχθηκε, έτσι, που οι ευχάριστες επιπτώσεις αυτού του κλίματος, άρχισαν ν’ αποδίδουν [...]». Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι οι καταφυγιώτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν «στην πιο άχαρη κι άχρηστη στενωπό του Πέλεκα, την περιοχή που ήταν κτήμα—η μεγαλύτερη—του αλβανικού τεκέ».
Η λύση του στεγαστικού προβλήματος των Ελληνοποντίων κατά τη δεκαετία του 1990
Τον Σεπτέμβριο του 1994 οι εφημερίδες μιλούν για τη «λύση του στεγαστικού προβλήματος των Ελληνοποντίων. Παραχωρούνται δύο στρατόπεδα στην Πιερία». Υπολογίζεται ότι στην πόλη της Κατερίνης ζουν 1.500 οικογένειες Ελληνοποντίων, κυρίως από τις χώρες τις πρώην Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή συνολικά 5.000 άτομα. Το κύριο ρεύμα παλιννόστησης εμφανίστηκε στην πενταετία 1990-1994 και εξ αυτού το 82% διαμένει στην πόλη της Κατερίνης (στοιχεία της μελέτης του Επιμελητηρίου, 1997) και μόλις το 18% στα γύρω χωριά, ενώ δύο χρόνια πριν, το 1995, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 73% για την Κατερίνη και 27% για τα χωριά. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη οι περισσότεροι Ελληνοπόντιοι έχουν έλθει από τη Γεωργία (52%), Καζακστάν (36%)και τη Ρωσία (3%). Το 40% έχει τελειώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 40% τη δευτεροβάθμια και ένα ποσοστό 20% έχει πανεπιστημιακή μόρφωση.