στο Λονδίνο η έκθεση της αίθουσας τέχνης «Χρύσα» με έργα του Νίκου Στρατάκη και θέμα την ελιά και τους ελαιώνες
του Αντώνη Κάλφα
Σε θερμή επιμέλεια της Χρύσας Σκλιοπίδου και την τόλμη της γκαλερίστας Μαρίας Σκλιοπίδου παρουσιάζεται στο Λονδίνο (εγκαίνια 3.10.2018) η έκθεση με έργα του Νίκου Στρατάκη— σπουδαίου ζωγράφου και συνεργάτη εδώ και πολλά χρόνια της γκαλερί «Χρύσα» και από τους καλύτερους ζωγράφους της νεοελληνικής πινακοθήκης. Πρόκειται για λάδια και ακουαρέλες εμπνευσμένα από την ελιά και τους ελαιώνες αλλά και από το ευρύτερο πολιτισμικό τοπίο της σύγχρονης ελληνικής παράδοσης. Ταλέντο πηγαίο, ικανός μάστορας και δεινός αναγνώστης της ζωγραφικής ερμηνείας, ο Στρατάκης στήνει με μαεστρία το υλικό του, μυθολογικό και πραγματικό, επαινώντας την ελληνική φύση και κατακτώντας από πολλές μεριές τις πολύπλευρες μεταμορφώσεις ενός σχεδόν αρχετυπικού υλικού.
[Ελπίζουμε να δούμε και στην Κατερίνη την λαμπρή αυτήν συλλογή των ιαματικών ελαιώνων! Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος του δίγλωσσου (ελληνικά-αγγλικά) πληροφοριακού υλικού που συνοδεύει την έκθεση].
Α.Κ.
ΕΛΙΑ, ΕΛΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΛΑΔΙΑ:
Η ΑΕΙΘΑΛΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΑΚΗ
Ο Νίκος Στρατάκης γεννήθηκε το 1960 στην Κρήτη και είναι απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών όπου και σπούδασε ζωγραφική κοντά σε σπουδαίους δασκάλους, τον Γιάννη Μόραλη και τον Δημήτρη Μυταρά ενώ ξεκίνησε να εκθέτει ατομικά από το 1990. Για τον έγκυρο τεχνοκριτικό Χάρη Καμπουρίδη ο Στρατάκης, λόγιος και καλλιεργημένος, με πλούσιο ταλέντο και με μια ιδιαίτερη τρεμάμενη γραφή είναι όχι μόνο ένας από τους καλύτερους ζωγράφους της γενιάς του αλλά και ένας από τους πρώτους εκφραστές μιας άτυπης ομάδας που αγαπά την παλιά ζωγραφική, τους μουσαμάδες και το παίξιμο με την επιφάνεια των εικαστικών θεμάτων (Γ. Ρόρρης, Στ. Δασκαλάκης, Π. Φειδάκης, Α. Λεβίδης, Μ. Φιλοπούλου).
Εργατικός, ακάματος εραστής της αναπαράστασης του πέριξ σίτου, δουλεύει ασταμάτητα εδώ και τριάντα χρόνια έχοντας στο ενεργητικό του 12 ατομικές εκθέσεις και 50 περίπου συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις με ποικίλη και λίαν ενδιαφέρουσα κάθε φορά θεματολογία (ερωτικά ποιητικά κείμενα, το φως του Αιγαίου, το ελληνικό αγρόκτημα, βιομηχανική αρχιτεκτονική, ελαιουργία, ζωγραφική πάνω σε μπουκάλια, Εστίες του Βλέμματος, τοπία και ιστορία του αρχιπελάγους, το ανθρώπινο σχήμα κ.ά.).
Στην παρούσα ενότητα με θέμα της την ελιά/τους ελαιώνες ο Στρατάκης με τρόπο ρεαλιστικό αλλά και ονειρικό συγχρόνως αφήνεται στη γοητεία του τοπίου, ενός τοπίου ελληνικού αλλά ταυτοχρόνως και μεσογειακού. Αυτά που μας περιγράφει είναι ικανά να ανασυστήσουν στο μυαλό του θεατή τόσο τα ίδια τα αντικείμενα (ελαιώνες, εργάτες γης στο μάζεμα της ελιάς, βοσκοί με τα ζώα τους, χωράφια, αφημένες στον αιγιαλό βάρκες, τα σύνεργα της επίπονης εργασίας όπως ένα τρακτέρ για παράδειγμα) όσο και την ατμόσφαιρα, το συγκείμενο, εντός του οποίου αναδύεται αυτός ο πλούτος (κορμοί εκατόχρονων δέντρων, παντοδύναμες διακλαδώσεις, νερά δροσιστικά και εύκαρποι χαμηλοί λόφοι).
Το μέγα θέμα που φαίνεται να απασχολεί παλαιόθεν τον Στρατάκη είναι η σχέση μας με την φύση: καλλωπισμένη ή μη, αρκαδική ή αστική, μοντέρνα ή αναγεννησιακή, η περιβάλλουσα ομορφιά δίνει τον τόνο στην ιδέα τής εν τω κόσμω ευδαιμονίας. Αυτό που είμαστε, μας λέει ο ουμανιστής Στρατάκης, το οφείλουμε στα σχήματα του κόσμου μας, στις πρωταρχικές εκείνης ουσίες τής ύλης που μας έδωσε την ευκαιρία να οικοδομήσουμε κοινότητες ανθρώπων, πλούτο και αφθονία λιτών αγαθών αναγκαίων για την επιβίωσή μας.
Ένα τέτοιο ανυπέρβλητο αγαθό είναι και η ελιά με όλες τις συμπαραδηλώσεις της: πηγή ευτυχίας, βλάστησης, μυθικό σύμβολο ειρήνης, κότινος, έπαινος της προσπάθειας, άγιο μύρο και ελαιόλαδο, συνοδός του ανθρώπου ακόμα και στα ταφικά έθιμα γιατί ακριβώς η ελιά και το λάδι της ήταν από τα σπουδαιότερα πράγματα τα οποία στερούνταν οι νεκροί.
Από την άλλη, κοιτάζοντας τους πίνακες του Στρατάκη, όπως αυτόν με το ειρηνικό κόκκινο τρακτέρ, θερμό κοντράστ στη φυσική ωραιότητα του πράσινου, νοιώθει κανείς όχι μόνο την ανοιχτότητα της δουλειάς του αλλά και την ανάδυση της ηρεμίας, της σαγήνης, μιας σικελειάνειας σαγήνης που μοιάζει με εκείνην που αποκομίζουμε όταν διαβάζουμε ένα ωραίο, στιβαρό, ρυθμικό ποίημα όπως είναι η Ιερά Οδός (Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος/ κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα/ μίαν ἡσυχία βασίλεψε).
Στο ωραίο δοκίμιό του «Η Τέχνη και ο Χώρος» ο Μάρτιν Χάϊντεγγερ μιλά για εκείνη την ιδιαίτερη ικανότητα ενός τόπου, μιας περιοχής, η οποία διαθέτει ευρύτητα και η οποία «συλλέγοντας τα πάντα ανοίγεται με τέτοιο τρόπο, ώστε μέσα της η ανοιχτότητα διατηρείται κι επιφυλάσσεται να επιτρέπει σε καθετί να αναδύεται μέσα στην ηρεμία του» (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννης Τζαβάρας, Ίνδικτος, Αθήνα 2006, σ. 46 ). Ένας ελαιώνας για παράδειγμα δεν είναι μόνο το φυσικό τοπίο εντός του οποίου καλλιεργούμε τον καρπό της ελιάς, δεν είναι μόνο ο περιγεγραμμένος χώρος μιας έκτασης αλλά και όσα επιβάλλονται από τις ανάγκες της εποχής και της τεχνικής προόδου: το τρακτέρ, ενταγμένο στο χώρο του χωραφιού, κομίζει τη δύναμη εκείνη της ομορφιάς που επιτρέπει στον καλλιεργητή να κάνει καλύτερα και ανθρωπινότερα τη δουλειά του. Παράλληλα, το τεχνολογικό αυτό επίτευγμα, μας ηρεμεί τρόπον τινά, καταφέρνει να μας κάνει να αγαπήσουμε τον ελαιώνα, αφού η μηχανή είναι πια ένα συμβολικό αγαθό σύμμαχος του ανθρώπου, συμπαραστάτης του καλλιεργητή στον αγώνα του για επιβίωση σε έναν επίμοχθο κόσμο.
Ανακεφαλαιώνοντας: ο Νίκος Στρατάκης με την ευσυνείδητη και συμπαγή δουλειά του πάνω στην ελιά συνδέει τον τόπο του με την γενέθλια οικονομία. Τη συνδέει ωστόσο και με τις μνήμες όλων των αναπαραστάσεων που συνοδεύουν την εικόνα της—από τις τοιχογραφίες της Κνωσού και τους αττικούς αμφορείς μέχρι τη ρωμαϊκή τέχνη, από το όρος των ελαιών του El Greco και τον ελαιώνα του Van Gogh μέχρι τους ελαιώνες του Θεόφιλου, του Γαλάνη και του Σπυρόπουλου. Νεοακαδημαϊκός και πρωτοπόρος, ο Στρατάκης αγαπά να ζωγραφίζει με εκείνην την νοσταλγία για τη ζωγραφική που συναντάμε στους παλαιούς δασκάλους της αναγέννησης: πλούσια τεκμηρίωση των αντικειμένων, άπλετο φως, πολύχυμες αποχρώσεις του πράσινου, σχήματα γενναία που πάνω τους στηρίζεται ο κόσμος. Και το πολυτιμότερο όλων, αποτέλεσμα κόπων και τεράστιας γνώσης: λελογισμένη αφαίρεση η οποία αναδεικνύει και συμπληρώνει το περιεχόμενο των γόνιμων έργων του.