
Την Τρίτη 12.2. και ώρα 18.30 στον Καπνικό Σταθμό Κατερίνης και υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων
του Αντώνη Κάλφα
Μια σπάνια ευκαιρία για τον Κατερινιώτη φιλίστορα και δημοκρατικό πολίτη παρουσιάζεται την επόμενη Τρίτη (12.2.19) αφού θα δει τυπωμένο ένα καλογραμμένο και πειστικό ιστορικό εγχειρίδιο που αφορά το ζήτημα των γερμανικών οφειλών. Παράλληλα ωστόσο θα ακούσει δύο ακούραστους μελετητές και φίλους της Ελλάδας να εκθέτουν τις απόψεις τους (ο Gustavus, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης είχε ξαναέλθει στην πόλη μας για ένα άλλο ιστορικό βιβλίο του και μιλά ωραία ελληνικά).
Βεβαίως, οι συγγραφείς αξιοποιούν και την ήδη πλούσια και τεκμηριωμένη βιβλιογραφία που έχει παραχθεί. Ας μην ξεχνάμε πως ένας από τους καλύτερους στον κόσμο ιστορικούς, ο Μαζάουερ, στο βιβλίο του για την Ελλάδα του Χίτλερ, τονίζει πως η εισβολή του γερμανικού στρατού το 1941 έφερε στην Ελλάδα τη χιτλερική Νέα Τάξη, έναν κόσμο ερειπωμένων οικισμών, λιμοκτονούντων πληθυσμών και απόλυτων κατακλυσμιαίων οραμάτων. Ο συγγραφέας, συγκεντρώνοντας πλούσιες μαρτυρίες από πρώτο χέρι και αντλώντας από ανέγγιχτες ως τώρα αρχειακές πηγές, περιγράφει τη διακυβέρνηση και την οικονομική αφαίμαξη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, την κατάρρευση μιας ολόκληρης κοινωνίας μέσα στον τρόμο και την πείνα και την αναβάπτισή τους στους θεσμούς και τις πρακτικές της μαζικής αντίστασης.
Ένας άλλος σύγχρονος ιστορικός, ο Στράτος Δορδανάς, θίγει στις έρευνές του και ένα άλλο θέμα, αυτό της δράσης των ταγμάτων ασφαλείας στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία «Προς τον πρωτοπόρον Αρχηγόν των απανταχού της γης Εθνοκοσοσιαλιστών Αδόλφον Χίτλερ» έγραφαν σε επιστολές τους κάποιοι από την Ελλάδα το 1934, επιχειρώντας να αποκαταστήσουν δίαυλο επικοινωνίας με το Γ΄ Ράιχ. Λίγα χρόνια αργότερα έσπευσαν να συνεργαστούν με τον κατακτητή, όταν η χώρα καταλήφθηκε από τον γερμανικό στρατό. Η ανάδειξη των Ταγμάτων Ασφαλείας σε παράγοντα του κατοχικού δράματος εξετάζεται σε σχέση με τις γενικότερες πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο τέλος του κόσμου των "Ταγματασφαλιτών", σε μια προσπάθεια να αναλυθούν σε βάθος οι πολιτικές ζυμώσεις που προηγήθηκαν και τελικά προδιέγραψαν τη μορφή του τέλους αυτού.
Κάποιοι θα μπορούσαν να αντιτείνουν πως οι προσπάθειες για την οριστική λύση των συνεπειών του πολέμου είναι ουτοπικές, ανεδαφικές και απραγματοποίητες. Ωστόσο ο πυρήνας των απόψεων των γερμανών ιστορικών είναι εντελώς προσγειωμένος αφού υποστηρίζει—βάσιμα και πολιτικά εντός του πλαισίου της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκάψης—πως από μια τέτοια «οριστική ρύθμιση των συνεπειών του πολέμου, στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ, θα υπάρξουν νέα κίνητρα εκκίνησης, τα οποία θα οδηγήσουν σε μια ανανέωση της ευρωπαϊκής διαδικασίας ολοκλήρωσης και θα συμβάλουν στη γεφύρωση του χάσματος ευημερίας μεταξύ του πυρήνα της Ευρώπης και των περιφερειακών χωρών»
Παραθέτω το πολύ ενδιαφέρον κλείσιμο του βιβλίου που θα παρουσιαστεί την Τρίτη, με τον τίτλο «Επιχειρήματα για μια οριστική συμφωνία επανορθώσεων, συμπληρωματική προς τη συμφωνία ‘Δύο συν Τέσσερις’» ενδεικτικό της γλώσσας, της ιστορικής ακρίβειας και των επιχειρημάτων των συγγραφέων (σσ. 318-320).
Επιχειρήματα για μια οριστική συμφωνία επανορθώσεων, συμπληρωματική προς τη συμφωνία «Δύο συν Τέσσερις»
«Ολοκληρώνοντας τίθεται το ερώτημα για την εξόφληση από τους Γερμανούς της οφειλής τους για επανορθώσεις. Εδώ ευθύς εξαρχής μας είναι σαφές ότι δεν είναι δυνατόν τουλάχιστον να σκεφτούμε ότι θα υπάρξει μια πλήρης εξόφληση, σε κάθε περίπτωση κάτι περισσότερο από το διπλάσιο της αποδεδειγμένης γερμανικής οικονομικής απόδοσης του έτους 2017. Ένα μαζικό κούρεμα των χρεών μοιάζει αναπόφευκτο και έτσι μετατίθεται το πρόβλημα των επανορθώσεων στο επίπεδο μιας βασικής πολιτικής απόφασης. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να προτείνει κανείς να επιστρέψει πίσω η Γερμανία το μέχρι τώρα δοθέν σύνολο επανορθώσεων, περίπου 1/8 της συνολικής οφειλής επανορθώσεων, συνολικά 1/4 του χρηματικού συνόλου, διαθέτοντας άλλα 930 δισεκατομμύρια επιπλέον προς τα ήδη αποδοθέντα 951 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι Ευρωπαίοι πιστωτές της θα μπορούσαν να απαλλάξουν τη Γερμανία υπό το υπόλοιπο (τα 3/4). Και θα ήταν έπειτα στην ευχέρεια των δικαιούχων να μοιράσουν μεταξύ τους δίκαια τους πόρους.
Αναμφισβήτητα, αυτό το ποσό θα μπορούσε να αποδοθεί τα επόμενα 15 με 20 έτη χωρίς καμία αρνητική συνέπεια για τη γερμανική εθνική οικονομία, για παράδειγμα με την εκ νέου εισαγωγή του φόρου περιουσίας, την εκ νέου αύξηση του φόρου στα υψηλά εισοδήματα, την κινητοποίηση ενός μεγάλου μέρους των αποθεμάτων χρυσού της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας –τα οποία έγιναν δυσλειτουργικά μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας– και άλλα μέτρα, τα οποία θα επιβαρύνουν αποκλειστικά τους κερδισμένους από την αύξηση του γερμανικού κεφαλαιακού αποθέματος εκείνης της εποχής. Αυτό το ποσό δεν θα αντιστοιχούσε εντελώς στο δυναμικό μεταβίβασης που επωμίστηκε η Δυτική Γερμανία στις δύο δεκαετίες μετά τη διαδικασία ενοποίησης για την οικονομική ενσωμάτωση των «νέων ομόσπονδων κρατιδίων» («ανοικοδόμηση ανατολικά»). Θα θεωρούσαμε ως μια μεθύστερη πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικής εντιμότητας, αν δινόταν το ίδιο, κατά προσέγγιση, ποσόακόμη μια φορά, για να ρυθμιστεί επιτέλους ο αναβαλλόμενος εδώ και επτά δεκαετίες συμψηφισμός των βαριά πληγέντων από την εθνικοσοσιαλιστική κατοχή γειτονικών χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αυτό το ποσό –περίπου 930 δισεκατομμύρια ευρώ– θα μπορούσε να διατεθεί στο πλαίσιο ενός οριστικού συνεδρίου για τις επανορθώσεις, ως συμπλήρωση της συνθήκης ειρήνης του 1990 και να διανεμηθεί μέσα σε μια χρονική περίοδο 15 έως 20 ετών. Εδώ δεν θα πρέπει να έχουν το πάνω χέρι οι μεγάλες νικήτριες δυνάμεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και θα πρέπει να περάσουν σε δεύτερη
μοίρα ο εβραϊκός κόσμος του δυτικού ημισφαιρίου και οι κυβερνήσεις των δυτικοευρωπαϊκών χωρών του ΟΑΣΕ –Βέλγιο, Δανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία και Νορβηγία–, διότι αυτοί συμμετείχαν στην ευμάρεια των μεταπολεμικών δεκαετιών. Η τελευταία δόση των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων θα πρέπει να διατεθεί σε εκείνες τις κοινωνίες που στις μέχρι τώρα πρακτικές επανορθώσεων έφυγαν με εντελώς άδεια χέρια, παρότι είχαν υποφέρει ιδιαίτερα υπό τη γερμανική κατοχή και μέχρι σήμερα είναι αποκλεισμένες από την ευρωπαϊκή ευημερία: στον πληθυσμό των πρώην «μικρών συμμάχων» της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης [615] καθώς και στις πρώην κατεχόμενες περιοχές της τέως Σοβιετικής Ένωσης.
Είναι ουτοπικές τέτοιου είδους προτάσεις; Αν παρατηρήσουμε τον μέχρι τώρα τρόπο διαχείρισης του ζητήματος των επανορθώσεων από τη γερμανική ελίτ εξουσίας, τότε μια τέτοια σκέψη φαίνεται λογική. Αλλά υπάρχουν και άλλα εργαλεία για να τεθεί υπό πίεση, από τη στιγμή που οι «μικροί σύμμαχοι» θα προχωρήσουν συντονισμένα και συγχρόνως θα υποστηριχθούν από μια εκστρατεία της γερμανικής εναλλακτικής κοινής γνώμης. Οι πρώην εταίροι της αντιχιτλερικής συμμαχίας από την ηπειρωτική Ευρώπη θα μπορούσαν να συγκαλέσουν το Διαιτητικό Δικαστήριο της Οργάνωσης για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Αυτό είναι αρμόδιο για παρόμοιες
αντιπαραθέσεις, και το γερμανικό πολιτικό κατεστημένο δε θα μπορούσε καθόλου να αποφύγει την ετυμηγορία του, την πρώτη στην ιστορία του. Βοηθητικά θα μπορούσαν να γίνουν και συλλογικές προσφυγές πολιτών ενώπιον τέτοιων δικαστηρίων εκτός Γερμανίας, τα οποία απορρίπτουν την αξίωση για κρατική ασυλία σε βαριά εγκλήματα
πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, Από μια τέτοια αναγκαστική οριστική ρύθμιση των συνεπειών του πολέμου, στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ, θα υπάρξουν νέα κίνητρα εκκίνησης, τα οποία θα οδηγήσουν σε μια ανανέωση της ευρωπαϊκής διαδικασίας ολοκλήρωσης και θα συμβάλουν στη γεφύρωση του χάσματος ευημερίας μεταξύ του πυρήνα της Ευρώπης και των περιφερειακών χωρών».