του Αντώνη Κάλφα
Βασίλης Παπάς, Chiaroscuro, Κίχλη 2018, σελίδες 87.
«Για την εγχώρια (Οδύσσεια)
ούτε στον πρόλογο δεν είμαστε ακόμα»
Bloomsday, σ. 36.
Ο Βασίλης Παπάς—ποιητής ολιγογράφος και στοχαστικός, τέσσερα βιβλία σε τριανταέξι χρόνια εκδεδομένης παρουσίας— στα βιβλία τόσο της πρώτης περιόδου των συλλογών Παράγραφος 1, 2 (1987, 1996) και Ντοκυμανταίρ (1995) όσο και σε εκείνην της ενότητας Πρωί στο φρύδι (2003), βαθαίνει και αναπτύσσει πτυχές, θέματα, εικόνες και τοποφιλικά μοτίβα τα οποία και αποτελούν το ξεχωριστό στοιχείο της γραφής του. Μιας γραφής που τρέφεται από τον τόπο του, την ιστορία του και τη φυσική του ιδιοσυστασία (ιθαγένεια) ενώ ταυτόχρονα διαλέγεται ισότιμα με τη γειτονική βαλκανική και ευρωπαϊκή πολιτισμική πραγματικότητα, συγκρίνει, επικρίνει και ενίοτε χαίρεται με την ξεκούραστη και φρέσκια ματιά του έλληνα κοσμοπολίτη (κοσμοπολιτισμός). Μέσα από αυτήν την αναζήτηση του άλλου (που κάποτε τυχαίνει να είναι και ο εαυτός του) ο Παπάς αντιλαμβάνεται τα όρια του κόσμου του, ανθρωπογεωγραφικά και κοινωνικά, ποιητικά και ψυχολογικά, μετατρέποντας τη γραφή και το κείμενο σε έναν συνεχή διάλογο με τον άλλον—αυτό προδίδει πολλές φορές και η χρήση του β΄ ενικού προσώπου.
Στην πρόσφατη εντελώς ώριμη δουλειά του Chiaroscuro (Kίχλη 2018) η έμφαση στην τοποφιλία συνεχίζει να αποτελεί γόνιμο μοτίβο του Βασίλη Παππά: ο γενέθλιος τόπος είναι ταυτόχρονα και ο τόπος της επιστροφής, ο τόπος της μνήμης και των πραγμάτων. Ο ποιητής συστήνει στον αναγνώστη την πόλη του σαν μια αγαπημένη μορφή, γίνεται ο εκφραστής της παράδοσής της, της τραγωδίας της, γίνεται ο ραψωδός της. Ο λόγος του αποπνέει γλυκύτητα, κατανόηση αλλά και αιχμηρή ματιά, πόνο για τους αδικοχαμένους της ιστορίας—της εδεσσαϊκής πρωτίστως μικροϊστορίας. Η ιστορική επεξεργασία επιβεβαιώνεται και από τις πάμπολλες αναφορές (Καϊμακτσαλάν, εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, Βαρόσι, αίθουσα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, «Περικαλλές») ενώ με τρόπο μαεστρικό συνδέεται η τοπική ιστορία με τη μεγάλη νεοελληνική περιπέτεια (κυνηγητό του Μανιαδάκη, Κατοχή, Ακροναυπλιώτες, Γιούρα, Άη Στράτης, φυλακές Αβέρωφ, γραφεία της ΕΔΑ, Βίτσι, Ανταρτικό, 21/22-4-1967).
Αυτά λοιπόν τα μικρά ιστορικά γεγονότα, κομμάτια από τη ζωή απλών ανθρώπων, αποτελούν το βασικό υλικό των αφηγηματικών ποιημάτων που περιλαμβάνονται στη συλλογή του Βασίλη Παπά. Έχοντας αυτά ως οδηγό, μια πόλη αποπειράται να διασχίσει ξανά έναν τραυματικό ιστορικά αιώνα μέσα στη διάχυτη σκοτεινή ατμόσφαιρα που την περιέβαλλε τότε. Ένα chiaroscuro φιλτράρει την ιστορία· κάποια γεγονότα μένουν στη φωτεινή πλευρά της και η σκιά τους οδηγεί μοιραία κάποια άλλα στο σκοτεινό της φόντο και στον αφανισμό.
Chiaroscuro
Στον έρωτα εμφανίζεσαι πάντα με μαύρο φόντο
στήνεις τη θέαση , τους προβολείς
υποδεικνύεις το σκηνικό
τον τρόπο που θα σε κοιτάει ο άλλος.
Εδώ μπροστά του θα κτιστεί
ο φωτεινός κόσμος των αισθημάτων
αυτόν που θα υποδυθείς
με τη θεατρικότητα, βεβαίως, που του αρμόζει.
Αν το σκεφτείς, μια ερμηνεία εξ ολοκλήρου στον αέρα
έστω και αν αισθάνεσαι ότι πατά
όσο ποτέ άλλοτε πιο γερά
σαν έκκριση ο έρωτας μυστηριώδη
γίνεται αρμός μοναδικά ανθεκτικός
που σταθεροποιεί το illusion περιβάλλον.
Στο φόντο αργότερα
όταν θα διεισδύσει με τον χρόνο η ματιά
θα ψάξει ο θεατής σου για να βρει
αν του αναλογεί το μέλι από σένα ή το φαρμάκι.
Στην ιστορία, το ανάγλυφό της εμφανίζεται
πάνω σε μαύρο φόντο.
Νομίζουν η πραγματικότητα
πως είναι ο καλλιτέχνης
αλλά κι εδώ υπάρχει δημιουργός
που αναλαμβάνει να επιμεληθεί
να επιλέξει τι θα εκτεθεί
με τους κατάλληλούς του φωτισμούς
στο βλέμμα.
Κάτι φωτίζει και κάτι ξαφνικά, υπάρχει.
Από τη μαύρη τρύπα των συμβάντων
μετακομίζει στο μουσείο των γεγονότων.
Φωτίζομαι άρα υπάρχω.
Τα υπόλοιπα παρατημένα
κάποτε εν δυνάμει να αξιοποιηθούν
γρήγορα θα λησμονηθούν
στο αχανές μαύρο της φόντο.
Στην τέχνη ο Μaestro
αφήνει τα οργιώδη χρώματά του να χυθούν
πάνω σε scuro φόντο.
Aυτό τα ζωντανεύει πιο πολύ.
Τα διατηρεί νωπά και φυσικά στο χρόνο.
Από το σκοτεινό του βάθος
τα παρακολουθεί πάντα το βλέμμα του
που αποσύρεται εκεί
μαζί με τα μεγάλα πάθη
την ένταση, την τρέλα, τα καπρίτσια του
το μυστικό δημιουργικό μηχανισμό του.
Πλούσια εικονοποϊία και τολμηρές μεταφορές («Μία σουηδική σιωπή/ απλωνόταν όλο το απόγευμα στην πόλη») όπως επίσης και παράδοξες, όμορφες στιγμές (όπου ο Χι Τσι Μινχ συνυπάρχει με τον Τζόϋς) συγκροτούν το σφριγηλό ποιητικό σύμπαν της συλλογής.
Η εδεσσαϊκή τοπιογραφία κυριαρχεί και εδώ όπως και στην προηγούμενη συλλογή: εκεί λοιπόν Καϊμακτσαλάν, Αγία Σοφία (ναός εντόπιος), παράθυρα της Πρακτικής, Μαυροβούνι, εργοστάσια, νερόμυλοι και σησαμοτριβεία, ο λόφος 606 έξω από την Έδεσσα, Bela voda (Άσπρο νερό, λόγω της σαπουνόπετρας του Καιμακτσαλάν)▪ εδώ ο κιαροσκουρίστ Παπάς επιμένει και πάλι στα θαμβωτικά τοπόσημα της πόλης: το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, το ερειπωμένο Οθωμανικό τζαμί, το παζάρι αλλά και άναρχη βλάστηση, θάμνοι απροσπέλαστοι, πνιγμένα στ’ αγριόχορτα οπωροφόρα.
Η δημόσια ιστορία, ο τρόπος δηλαδή που προσλαμβάνουν οι άνθρωποι, θετικά ή αρνητικά, την πόλη και την ιστορία έχουν σε αυτήν την ποιητική συλλογή την τιμητική τους είτε στη μικρή κλίμακα τού γύρω τοπικού υλικού είτε στη μεγάλη μακροϊστορία. Ταυτόχρονα, τα απλά γεγονότα, τα χαραγμένα στη μνήμη κτίσματα, υφίστανται ιδεολογική και πολιτική επεξεργασία, υποβάλλονται στη βάσανο της κριτικής, ακριβώς επειδή ο μοντερνιστής/νεωτερικός (και όχι μεταμοντέρνος) Βασίλης Παπάς βλέπει εν τη αιθούση του «Μεγάλου Αλεξάνδρου» για παράδειγμα ή στις σχολικές εορτές τη διαλεκτική του διαφωτισμού—την κυριαρχία δηλαδή του κακού: στρατιώτες, κατηχητικά, εξορίες, εκτελέσεις, εμφύλιο δράμα, κυνηγητό των δίγλωσσων, βασιλιάδες, «το άρωμα της άνοιξης κι απ’ τα γραφεία της Ε.Δ.Α. κιβώτια με έντυπα στο δρόμο».
Ο Βασίλης Παπάς επαναφέρει με αμερόληπτη εντιμότητα τα θεμελιώδη συστατικά της ποιητικής του και σε αυτό το βιβλίο, όπως ακριβώς έκανε και στο πρηγούμενο: για παράδειγμα και στο «Πρωί στο φρύδι» εντυπωσιάζει το πεδίο της ιστορίας και της ιστορικής (καμιά φορά και ιστορημένης) παράδοσης. Η κατοχή και η αντιστασιακή δράση στην περιοχή (Σεπτέμβρης του 44), η υποδηλούμενη σχέση με την μετακατοχική/μετεμφυλιακή Ελλάδα στο ποίημα Σιδηροδρομικός Σταθμός/Φωτο 36, το κάψιμο της πόλης. Από, την άλλη, δεν λείπει ο διάλογος με τη λογοτεχνία (Μέσκος, Καρυωτάκης, Μπάιρον, Όμηρος, Τζόυς), με τη ζωγραφική (σαγκάλ) ή με τον κινηματογράφο (σκηνές, πλάνα, εικόνες, home cinema, Φελίνι). Την ίδια εμμονή στα βασικά υλικά της τεχνικής του και στην παθητικότατη σχέση του με τον κόσμο των εικόνων και του κινηματογράφου διακρίνουμε και στο Chiaroscuro (Ο χειριστής της μηχανής, Η προβολή): πρόκειται για «μια μνήμη προβολέας/ που ξέρει να αποσιωπά ενώ κάτι φωτίζει» είτε μιλάμε για τον έρωτα είτε για τα τοπία, τα σπίτια και την ιστορία.
Το παρόν καλοτυπωμένο και καλαίσθητο Chiaroscuro αρχίζει με μια τεχνική κινηματογραφική, τεχνική του σινεμά που αγαπά ιδιαιτέρως ο Παπάς. Στο εναρκτήριο γκρο πλαν ποίημα «Όταν απλώσουν τα κύματα…» το μπουρίνι ξεπλένει την ατμόσφαιρα, φάνηκαν τα απέναντι βουνά, κι όπως η μικρή ηρωίδα περιμένει να σιάξει κάπως η θάλασσα, το ποιητικό εγώ βρίσκει την άνεση να σκεφτεί όλα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν: αλλοτριωμένα τοπία, σκηνές μεσοπολεμικής βιοπάλης, κατοχικές και μετεμφύλιες μάχες, στρατοδικεία, έλληνες δυτικομακεδόνες χωρίς ιθαγένεια, μεταπολεμική υστερία.
ίσως τότε πιο εύκολα
ν’ αγγίξουμε και κάποια πράγματα
που επιπλέουνε ακόμα μες στο χρόνο
αυτά που κράτησε σε αναμονή η ιστορία
που δεν τα επέτρεψε ποτέ να απαγκιάσουν
και σαν τον Οδυσσέα περιπλανώνται
από μια μόνιμη, μνησίκακη, θαλασσοταραχή.
Στο βιβλίο ο λαϊκός λόγος μας συστήνει τη μνήμη, τα ιστορικά τοπία (με γκιούμια, λαβομάνα και σεμέδες), τοπία και μνήμες τα οποία μας επιτρέπουν να βλέπουμε την ιστορία. Στον Βασίλη Παπά ο ποιητικός λόγος αποτελεί έναν μηχανισμό απελευθέρωσης, απελευθέρωσης του κρυμμένου νοήματος διότι αυτό που κυριαρχεί μέχρι σήμερα, υπενθυμίζει ο εδεσσαίος ευπατρίδης και διεθνιστής ποιητής, είναι η αδυναμία μας να μη βλέπουμε με μάτι καθαρό την ιστορία, να αποσιωπούμε, να υπεκφεύγουμε (κομμένη γλώσσα, αυτολογοκρισία της μνήμης και απαγορευμένη γλώσσα θα ήταν οι λέξεις κλειδιά που θα ερμήνευαν κάπως το φαινόμενο).
Με τα κρίσιμα λόγια του ποιητή («Ο ήρωας»):
Ράψανε και το στόμα στο χωριό
-σε ποιόν να πουν πως Έλληνες τους φάγαν-
η φρίκη θέλαν γρήγορα να σκεπαστεί
να επιστρέψουν, πάλι, όπως και πριν
οι καθημερινές δουλειές
οι γάμοι, οι γιορτές, τα πανηγύρια.
Ποιος είναι τελικά ο τόπος του ποιήματος; Η ερώτηση στον Chiaroscurist Βασίλη Παππά πρέπει να απαντηθεί πληθυντικώς: το Chiaroscuro, είναι από τη μια ένα σκαρίφημα, ένα περίγραμμα με φωτοσκιάσεις όπως το ξέρουμε από τους μεγάλους μαέστρους της ζωγραφικής (τον Καραβάτζιο ας πούμε ή τον Ρέμπραντ που πολύ αγαπά ο ποιητής), είναι ένας τρόπος να μιλήσεις και για όσα είναι κρυμμένα στον πίνακα, στην τέχνη όπως ακριβώς και στη ζωή. Τόπος του ποιήματος, ωστόσο, είναι και οι βιωμένοι τόποι του ανθρώπου, είναι προσέτι και οι τόποι της εν φαντασία ζωής. Όπως ακριβώς στο ωραίο βυρωνικό ποίημα από το «Πρωί στο φρύδι», όταν ο Μπάιρον, ποιητική περσόνα του Παππά, εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι και την ερημιά τής καθώς πρέπει εθιμοταξίας, δηλώνοντας: «Μετά κι εγώ να φύγω. Με περιμένουν ιστορίες που αγάπησα μικρός, τα μέρη που με ξέρουν από τότε, δεμένα όλ’ αυτά τα χρόνια στο μυαλό, θα παίξω εκεί στους δρόμους της Ανατολής το τελευταίο μου χαρτί, ξοδεύοντας, μες στη ζωή, τη φαντασία».
Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου (23. 3. 2019) που οργάνωσε η ομάδα Κυριώτισσας Ουτοπία στη Βέροια. Τον φιλόμουσο φίλο Γιάννη Καισαρίδη για την ωραιότατη ποιητική βραδιά και την ξενάγηση στη βυζαντινή Βέροια ευχαριστώ και από τη θέση αυτή.