του Αντώνη Κάλφα
Ο Χριστός—όπως τον περιγράφει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος—είναι ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, όπως η θεία ευχαριστία, η κατεξοχήν ερωτική συνεύρεση Θεού και ανθρώπου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αληθινά έργα τέχνης (τα κείμενα του Παπαδιαμάντη λόγου χάριν ή τα σπουδαία τοπόσημα μιας περιοχής) που διαβάζονται συνεχώς και ουδέποτε δαπανώνται, πάντοτε κάτι βρίσκουμε, κάτι καινούριο κομίζουν στην εποχή μας εσθιόμενα, αλλά ο βαθύτερος πυρήνας τους, η ανεξάντλητη έλξη δεν τελειώνει ποτέ.
Μερικά μείζονα εικαστικά έργα, όπως ο προσφάτως παραχθείς πίνακας του εργατικού, ακάματου εραστή της αναπαράστασης του πέριξ σίτου Νίκου Στρατάκη «Πλαταμώνας» (2019), μας επιτρέπει να σταματήσουμε και να ξαναδιαβάσουμε τον τόπο και την ιστορία του με τα μέσα του ζωγράφου, μας επιτρέπει ακόμα να εξηγήσουμε το πού οφείλεται αυτή η έλξη.
Στον πίνακα διακρίνονται αρχετυπικά σύμβολα αρκαδικής πνοής (πλούσια και πυκνή βλάστηση), νεωτερικές κατακτήσεις (η σιδηροδρομική σύνδεση Αθηνών-Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε στα 1917), καινοτόμες παρεμβάσεις (εφόδιια νερού) προς όφελος των κοινοτήτων και εκσυγχρονισμός όπως αυτός καταγράφεται με την μεταπολεμική ανάπτυξη της περιοχής, τουριστικά θέλγητρα ανάμικτα με την αρχαιολογική πιερική παράδοση (ο Πλαταμώνας γειτνιάζει όχι μόνο με την θάλασσα αλλά και με τις ιστορικές αρχαιότητες της Πηγής των Μουσών, του Δίου και των Λειβήθρων) επικονιάζουν γόνιμα την μνήμη του παρατηρητή.
Δεν είναι τυχαίο πως σύμφωνα με το βιβλίο που επιγράφεται «Στρατιωτική γεωγραφία της ευρωπαϊκής Τουρκίας, και ιδίως των ομόρων της Ελλάδος επαρχιών, ήτοι Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Αλβανίας - εν Αθήναις 1851», γραμμένο από τον λοχαγό Μηχανικού Βασ. Νικολαΐδη διαβάζουμε πως ο Πλαταμώνας είναι «σημείον διαβάσεως το οποίον έχει μεγίστην επιρροήν εις τας μεταξύ Θεσσαλίας και Μακεδονίας σχέσεις εν καιρώ πολέμου, και είναι απόλυτος ανάγκη να καταληφθή υπό του επιδρομικού στρατού, όστις βοηθούμενος εκ των παρακειμένων υψωμάτων δύναται να καταστήση αδιάβατον το σημείον τούτο, τουλάχιστον επί τινα καιρόν, μολονότι τα ίδια ταύτα Τέμπη, τα τοσούτω παραγνωρισθέντα υπό των παλαιών πολεμιστών, παρέχουσιν αξιολογώτατα σημεία κατοχής προς κώλυσιν των διαβαινόντων».
Στο δισέλιδο απόσπασμα—δείγμα γραφής του είδους γραφής που ο Πεντζίκης αποκαλούσε γεωγραφική μυθοπλασία—από το αφήγημα Ψιλή ή Περισπωμένη η Πιερία και ο Πλαταμώνας αντιμετωπίζoνται από τη σκοπιά του λάτρη της βορειοελλαδικής γης. Μνήμες αρχαίες, βυζαντινές, λαϊκές δοξασίες και παραδόσεις συναντώνται για να αποδώσουν το περίγραμμα και την εικόνα μιας περιοχής του μύθου (Πλαταμώνας, Πηγή των Μουσών, Ενιπεύς, Δωδεκάθεο, Δίον, Πύδνα).
Στο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου «Ουκ ηπίστατο φεύγειν...» περιγράφεται η στιγμή της αναχώρησης από τον σταθμό της Θεσσαλονίκης με σκοπό την Αθήνα. Ο αφηγητής περιγράφει τη διαδρομή από τον Κολινδρό μέχρι τον Πλαταμώνα διανθίζοντας την αφήγησή του με αναμνήσεις που συνδέονται με την πιερική γη: ξεκινά από την παιδική του ηλικία (σχολικές εκδρομές στον Πλαταμώνα) που σημαδεύεται και από τον πόλεμο (εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανών), γνωστούς που κατάγονται από τα μέρη αυτά (ο φίλος που γνώρισε στην Αφρική) και επικρίνει τη μεταπολεμική τουριστική ανάπτυξη (ο τόπος έγινε και αυτός ένα σιχαμερό τουριστικό θέρετρο). Ο αφηγητής, μακεδόνας κι αυτός, ολοκληρώνει την περιδιάβασή του συγκρίνοντας τα μέρη τα μακεδονίτικα με τα χώματα του νότου επαινώντας τα τυραγνισμένα βόρεια χώματα: τα χώματα αυτά, όπως και οι άνθρωποι που τα κατοικούν, ακριβώς επειδή έχουν τραβήξει πολλά, χρειάζονται ποιήματα σε χαμηλότερο τόνο.
Ο Στρατάκης δεν μιλάει γι’ αυτά, μας αφήνει ωστόσο να συμπληρώσουμε εμείς τα κενά της μνήμης, τις συνάψεις με τον βιωμένο μας κόσμο, μας βάζει να τροποποιήσουμε τον πίνακα όπως εμείς επιθυμούμε. Ο ευφυής μοντερνιστής Στρατάκης κατανοεί την δίψα μας για ερμηνείες και για τον λόγο αυτόν επιλέγει τη μέθοδο του συμβολισμού, της μεταφοράς δηλαδή της άμαξας: το ταξίδι στο παρελθόν, η νοσταλγική απεικόνιση των διαδρομών, ο μόχθος του τόπου, η σοφία του πιερικού τοπίου, ο αναστοχασμός, επιτυγχάνονται ανυπόκριτα μέσω της παλιομοδίτικης άμαξας, της μεσοπολεμικής ιππήλατης άμαξας, της τρυφερής βιτόριας. Και μοιάζει να μας λέει αυτό που ο Τέλος Άγρας έβαλε σαν επιμύθιο στο όμορφο ελεγειακό ποίημά του «Αμάξι στη βροχή»:
Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου, κι' ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να' ρθείς:
στα Περασμένα.
Το μέγα θέμα που φαίνεται να απασχολεί παλαιόθεν τον Στρατάκη, είχα γράψει από παλαιότερη αφορμή, είναι η σχέση μας με την φύση: καλλωπισμένη ή μη, αρκαδική ή αστική, μοντέρνα ή αναγεννησιακή, η περιβάλλουσα ομορφιά δίνει τον τόνο στην ιδέα τής εν τω κόσμω ευδαιμονίας. Αυτό που είμαστε, μας λέει ο ουμανιστής Στρατάκης, το οφείλουμε στα σχήματα του κόσμου μας, στις πρωταρχικές εκείνης ουσίες τής ύλης που μας έδωσε την ευκαιρία να οικοδομήσουμε κοινότητες ανθρώπων, πλούτο και αφθονία λιτών αγαθών αναγκαίων για την επιβίωσή μας. Ο μηδέποτε δαπανώμενος Πλαταμώνας είναι μια τέτοια περίπτωση.