Η Μήδεια σε σκηνοθεσία Χάρη Αμανατίδη

pigasosmideialiv1

από τον έρωτα και την εκδίκηση στην κριτική του κυρίαρχου λόγου και στην υπεράσπιση των αποκλεισμένων

Θέατρο Πήγασος, Αρχαιολογικό Πάρκο Λειβήθρων, 20.-21.-22.7. 2019

του Αντώνη Κάλφα

«Δύο φορές βάρβαρη η Μήδεια, από καταγωγή και από έρωτα» γράφει στον πρόλογο της μετάφρασής του ο Γιώργος Χειμωνάς. Δύο όψεις έχει ο έρωτας: τη «βάρβαρη», τη βυθισμένη στον πόνο και στο σκοτάδι αλλά και την ονειρική, την ηδονική, την ιδανική. Μέσα από το μύθο της Μήδειας όπως αυτός παρουσιάζεται στο έργο του Ευριπίδη αλλά και μέσα από την επεξεργασία του μύθου τόσο από τον Ανουίγ (1948) όσο και από τον Χάϊνερ Μύλλερ η παράσταση του Θεάτρου Πήγασος επιθυμεί να μιλήσει για το δράμα του έρωτα. Γι’ αυτό το «μέγα κακό που σπαράζει τους ανθρώπους». Αλλά και για τον πόνο, τον πόθο, τους όρκους αγάπης που καταπατώνται, για την εκδίκηση, για αυτό το φοβερό πέρασμα από  τη λάμψη του έρωτα στο σκοτάδι της καταστροφής και της αναζήτησης του βαθύτερου εαυτού μας.

Ο  Χάρης Αμανατίδης δεν είναι ο σκηνοθέτης που επιλέγει έργα επειδή αρέσουν στο πλατύ κοινό ούτε επειδή ακολουθούν κάποια (νεωτερική ή μη) παράδοση. Πρόκειται για έναν προικισμένο διανοούμενο που μονίμως αναζητά πρωτότυπες θεατρικές εκδοχές, διαβάζει κείμενα, ψάχνει λύσεις και προτείνει παραστάσεις οι οποίες—στο μέτρο του δυνατού και λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του και τις δυνατότητες του πιερικού θεάτρου στο οποίο ηγείται—είναι πολιτισμικά ικανές να συνομιλήσουν με την εποχή μας, ικανές να αντιπαρατεθούν στα μεγάλα ή μικρά ζητήματα που τίθενται από την ίδια την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.

Η φετινή επιλογή που παρουσιάστηκε στον άμεμπτο χώρο του αρχαιολογικού πάρκου Λειβήθρων έχει ως βασικό υλικό της τρία έργα που πραγματεύονται τη Μήδεια, τη Μήδεια επινοημένη και ξαναδιαβασμένη ως ανθεκτικό υλικό και σύμβολο αρχετυπικών διαστάσεων (Ευριπίδης, Jean Anouilh και το «Υλικό Μήδειας» του Heiner Müller).

Η Μήδεια μητρική και αιμοσταγής, διχάζεται «ανάμεσα στη βαρύτητα της γαλαζοαίματης και την παραζάλη της ερωτικά απατημένης». Η Μήδεια του Χάρη Αμανατίδη—για την ακρίβεια οι τρεις Μήδειες—είναι μια μορφή που υποφέρει, διώκεται, αυτομαστιγώνεται αφού κράτησε στα χέρια της τον διαμελισμένο αδελφό και εγκατέλειψε την ποθητή, αγαπημένη της πατρίδα. Επιθυμεί να εκδικηθεί τον Ιάσονα, ο λόγος της ωστόσο είναι ευρύτερος, καθολικότερος, αποκαλυπτικότερος αφού συνδέει τη συμπεριφορά του κακού συζύγου με πολιτικές και κοινωνικές πλευρές της κυρίαρχης αστικής πραγματικότητας και του αστικού γούστου.

Στην ωραία σκηνή του τέλους η σπαραγμένη Μήδεια αποχωρεί με ιεροτελεστικούς χορούς και γέλια επιβάλλοντας τη δική της δικαιοσύνη. Προηγουμένως όμως αυτή, η «ενσάρκωση του Μαύρου Έρωτα» του Γιαν Κοτ, η φευγάτη και άπατρις, η οιονεί μετανάστις θα πει στον Ιάσονα:

«Είμ’ η χαμένη νιότη σου, το ρημαγμένο σπίτι σου, η αληθινή ζωή σου, η μοναξιά σου, το αισχρό κακό. Είμαι όλες οι βρομερές χειρονομίες κι όλες οι βρομερές σκέψεις. Είμαι η έπαρση, ο εγωισμός, η κραιπάλη, η ακολασία, το έγκλημα. Βρομάω, Ιάσονα, βρομάω ολόκληρη! Όλοι με φοβούνται κι υποχωρούν. Κι όμως το ξέρεις πως είμαι όλ’ αυτά και πως σε λίγο θα είμαι η κατάπτωση, η ασκήμια, τα μισητά γηρατειά. Ό,τι είναι άσκημο και μαύρο πάνω στη γη, είμαι εγώ που το ντύθηκα».

Ο Ανουίγ βλέπει τη σχέση Ιάσονα-Μήδειας με άξονα την ερωτική προδοσία. Η Μήδεια φλέγεται από ερωτική επιθυμία και μετά την προδοσία η πυρκαγιά γίνεται καταστροφική και μανιώδης εκδίκηση. «Αν, όμως,», όπως γράφει στον πρόλογό του ο μεταφραστής του Ανουίγ Φώντας Κονδύλης «ο Ευριπίδης στη Μήδεια μας απεικονίζει ανυπέρβλητα σε πόση αγριότητα μπορεί να φτάσει μια γυναίκα που την απαρνήθηκε ο άντρας της, ο Ανούιγ στη δική του Μήδεια φωτίζει έναν άλλο Ιάσονα, όχι την ψυχρή κι υπολογιστική και υποκριτική πλευρά που φωτίζει ο Ευριπίδης, αλλά μια άλλη, που έχει σχέση με εκείνο που λέγεται προδομένη εφηβεία, με εκείνο που λέγεται χαμένη μαγεία του κόσμου. […]».

Ο Heiner Müller έγραψε το θεατρικό τρίπτυχο «Ερημωμένη Όχθη» «Μήδειας Υλικό» «Τοπίο με Αργοναύτες» μεταξύ 1974-1982. Σε αυτό το κείμενο ο χαρισματικός γερμανός θεατράνθρωπος χρησιμοποιεί τον ελληνικό μύθο με σκοπό να διερευνήσει και να ασκήσει κριτική στον δικό του, σύγχρονο κόσμο. Γι’ αυτό και η δική του Μήδεια υιοθετεί τους λόγους των περιθωριακών και αποκλεισμένων τμημάτων της κοινωνίας (γυναίκες, πολιτισμικά διαφορετικούς, αλλοδαπούς, ξένους). Είναι η Μήδεια αυτή που αγωνίζεται και παλεύει ενάντια στην κανονιστική κουλτούρα των κυρίαρχων ελίτ, αυτή που υπερασπίζεται τους «μη κανονικούς» (για να θυμηθούμε και το ωραίο βιβλίο του Φουκώ) εναντίον των απόψεων που εκφράζουν στο συμβολικό επίπεδο ο Ιάσων και η Κόρινθος.  Ενδεικτικό δείγμα του τολμηρού, ποιητικού, ριζοσπαστικού λόγου του γερμανού σκηνοθέτη είναι και το απόσπασμα που ακολουθεί:

«Να είχα παραμείνει το κτήνος που ήμουνα

Πριν ένας άντρας με κάνει γυναίκα του

Η Μήδεια η βάρβαρη η περιφρονημένη τώρα

Μ’ αυτά μου τα χέρια της βάρβαρης

Χέρια  ξεπλυμένα ξεθωριασμένα ξεσκισμένα πλήθος φορές

Σε δυό κομμάτια την ανθρωπότητα να σπάσω θέλω

Και στο άδειο διάμεσο να ζήσω Εγώ

Ούτε γυναίκα ούτε άντρας Τι φωνάζετε  Φρικτότερα κι απ’ τον θάνατο

Είναι τα γεράματα Θα φιλούσατε το χέρι

Που σας δωρίζει τον θάνατο Τι ξέρετε απ’ τη ζωή

Αυτό ήταν η Κόρινθος Ποιοι είστε εσείς Ποιος σας

Έντυσε με τα σώματα των παιδιών μου

Στα μάτια σας ποιό ζώο κρύβεται

Κάνετε τους πεθαμένους Δεν εξαπατάτε την μητέρα σας

Είστε ηθοποιοί  ψεύτες και απατεώνες

Σας κατοικούν σκυλιά ποντίκια φίδια

Γαβγίζουν ροκανίζουν σφυρίζουν τ’ ακούω καλά

Ω είμαι τετραπέρατη είμαι η Μήδεια εγώ

Αίμα δεν σας έχει μείνει πιά Τώρα όλα είναι σιωπηλά

Οι κραυγές της Κολχίδας κι αυτές σώπασαν Και τίποτα πιά».

Στο προλογικό του σημείωμα για την «Μήδεια» ο Χάρης Αμανατίδης θα επαινέσει το τοπίο όπου γίνεται η παράσταση διότι αυτό συμβάλλει στην ευεργετική πρόσληψη του έργου: «Το όμορφα απόκοσμο τοπίο των Λειβήθρων, η αίσθηση της άκρης του κόσμου, το μετέωρο του βουνού και του έναστρου ουρανού επιδρούν καταλυτικά στο μετέωρο βήμα της Μήδειας ανάμεσα στην Αγάπη και στο Μίσος, τη συγχώρεση και την εκδίκηση, τη ζωή και τον θάνατο». Και έχει δίκιο. Για το λαμπρό ωστόσο αισθητικό αποτέλεσμα της παράστασης οφείλουμε πολλές ευχαριστίες σε πολλούς ανθρώπους. Πρώτα πρώτα στη θαυμάσια επιλογή του χώρου, επιλογή που έγινε δυνατή χάρη στην άοκνη  στοργή και την φιλοκαλία των αρχαιολόγων της εφορείας αρχαιοτήτων Πιερίας (παραμένει ωστόσο ανοιχτό το ζήτημα της καλύτερης, θεατρικότερης διαμόρφωσης του χώρου έτσι ώστε να μην δείχνονται στατικές οι επιχειρούμενες παραστάσεις).

Από τους σπουδαίους οργανικούς συντελεστές της παράστασης αξίζει να επισημάνουμε το πάθος, τη γενναία άρθρωση  και την ιερή μανία των τριών ηθοποιών που υποδύονται την Μήδεια (Σοφία Αγαθαγγελίδου, Δανάη Αμανατίδου, Αγαθή Τζάρτζα), την ήρεμη και συμβατικά διδαγμένη ερμηνεία του Ιάσονα που υποδύεται ο Διονύσης Ζαρώτης αλλά και την ήπια μουσική της Νατάσας Ιωαννίδου η οποία πάντρεψε μουσικές και ήχους της καθ’ ημάς Ανατολής με τον λαϊκό πλούτο παραδοσιακών ελληνικών ακουσμάτων. Η Βέτα Χαΐλατζίδου, τέλος, έστησε με εξυπνάδα και λιτότητα επιτελεστικά ρούχα (οι Μήδειες που έντυσε έρχονται από τη λαϊκή παράδοση και τον πλούτο των γυναικών ηγεμόνων της Ανατολής) προτείνοντας μας για Ιάσονα μία φιγούρα ψυχρού υπολογιστή γαμπρού με επίσημο ένδυμα (σμόκιν)—δείχνοντάς μας ενδυματολικά τις πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις των Ανουίγ και Μύλλερ αλλά και του σκηνοθέτη Χάρη Αμανατίδη γύρω από τον ρόλο των ελίτ στο αρχαίο (αλλά και στο σύγχρονο) δράμα.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Image
Image

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ