μια τραγικά σύγχρονη, εμπνευσμένη και καλοδουλεμένη παράσταση (Θέατρο Πήγασος)
του Αντώνη Κάλφα
Κάθε κείμενο για να διαβαστεί σωστά πέρα από τις αμιγώς λογοτεχνικές αρετές του (λογοτεχνική αξιοσύνη, αφηγηματικές τεχνικές) προϋποθέτει και επαρκείς γνώσεις γύρω από το κοινωνικό περιβάλλον, το συγκείμενο δηλαδή: χρόνος, τόπος, ιστορίες, νοοτροπίες, ιδέες, συνήθειες, αξίες, πολιτικές και οικονομικές προτάσεις, σχόλια των ανθρώπων και δημόσια χρήση των συμβόλων.
Στο θέατρο ωστόσο όλα αυτά πρέπει να εννοηματωθούν, να συνενωθούν δηλαδή σε μια παράσταση με ποικίλα μέσα: μουσική, σκηνικά, ηθοποιοί, κοστούμια, ταλέντο σκηνοθετικό. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ομορφιά του θεάτρου αφού ο θεατής δεν έχει μπροστά του ένα μονοσήμαντο κείμενο αλλά μια παράσταση στηριγμένη σε πολλούς συντελεστές (είχα διαβάσει το βιβλίο καιρό πριν και βρήκα την μεταμόρφωσή του επί σκηνής ανεκτίμητη συμβολή— συναισθηματική και ιδεολογική— για την κατανόηση αυτού του μείζονος μεταμπρεχτικού έργου).
Ο Ντύρενματ είναι δεινός αναλυτής της αστικής κοινωνίας και στέκεται απέναντί της αυστηρά, κριτικά, ντετερμινιστικά. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τον Ιανουάριο του 1956 (στις 14 Αυγούστου τού ίδιου χρόνου πεθαίνει ο Μπρεχτ) και στην Ελλάδα πέντε χρόνια μετά, με την αλησμόνητη Κατίνα Παξινού στο ρόλο της Κλαίρης, σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, σε κριτική του πριν από μισό αιώνα περίπου, είχε γράψει για τον συγγραφέα: «Ο Ντίρενματ απολυτοποιεί τον κόσμο, τον εντάσσει σε φόρμουλες και έχοντας αξιωματικά δεχθεί τις αρχές του λύνει τα προβλήματα του κόσμου με το βολικό εργαλείο του. Τα βασικά του αξιώματα είναι δύο: "Η βία είναι η αιτία του πολιτισμού" και "Σκοπός του πολιτισμού είναι το χρήμα". Μεταξύ ενός αναγκαστικού και ενός τελικού αιτίου ο άνθρωπος συνθλίβεται και οι πράξεις του υπακούουν σ' έναν αυστηρό ντετερμινισμό. Αν πολλές φορές εισάγει τον παράγοντα του τυχαίου είναι για να τον ανατρέψει τελικά και να τον εμφανίσει ως μια μορφή της μοίρας που ωθεί υποχρεωτικά τα πράγματα στο προδιαγεγραμμένο τέλος της. Ο άνθρωπος για τον Ντίρενματ ενέχει το σπέρμα της καταστροφής του».
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας η οποία εμφανίζει όλα τα συμπτώματα της σταδιακής παρακμής: αποβιομηχάνιση, κατεστραμμένη οικονομία, φτώχεια και κυρίως ανύπαρκτες προοπτικές για τους ανθρώπους της. Η αιτία του κακού βρίσκεται στο οργανωμένο σχέδιο της Κλαίρης Ζαχανασσιάν, μιας παλαιάς τους συμπολίτισσας η οποία, αφού προδόθηκε από τον εραστή της, εκδιώχθηκε και αναγκάστηκε να πέσει στην πορνεία εξαιτίας της τότε δικαστικής απόφασης. Πάμπλουτη πλέον, επιστρέφει ως δεύτερη Μήδεια ύστερα από 45 ολόκληρα χρόνια δηλώνοντας πρόθυμη να προσφέρει νέα πνοή ζωής – και μαζί ένα δισεκατομμύριο – στη γενέτειρά της υπό έναν όρο: να τιμωρηθεί με θάνατο εκείνος, ο πατέρας του παιδιού της που δεν αναγνώρισε ποτέ και που έγινε αφορμή όλων των δεινών της. Αρχικά, Δήμαρχος και κάτοικοι διαφωνούν λέγοντας πως εν ονόματι του ανθρωπισμού είναι προτιμότερο να παραμείνουν φτωχοί παρά να βουτήξουν τα χέρια τους στο αίμα. Πόσοι όμως και για πόσο είναι διατεθειμένοι να διατηρήσουν ακέραια τα ευρωπαϊκά ανθρωπιστικά μοντέλα τους;
Ο Φρήντριχ Ντύρενματ παρατηρεί, ανατέμνει και επικρίνει τις ηθικές νοοτροπίες και τα ιδανικά της μεταπολεμικής Ευρώπης (εν πολλοίς και σημερινής). Οι άνθρωποι, υποστηρίζει ο ελβετός συγγραφέας, «είναι επιρρεπείς στη διαφθορά, μπορούν να αγοράσουν και να πουλήσουν τα πάντα αλλά και να γίνουν συνένοχοι στο πιο ειδεχθές έγκλημα χωρίς τύψεις κρυμμένοι πίσω από τον μανδύα μιας ετεροχρονισμένης ψευτοδικαιοσύνης. Οι κάτοικοι του Γκύλλεν στην πραγματικότητα δεν είναι κακοί. Είναι απλώς πεζοί και παπαγαλίζουν αξίες που επιπλέουν στην επιφάνεια χωρίς ποτέ να ριζώνουν μέσα τους σε βάθος. Αρκεί η ανάγκη για επιβίωση και καλοπέραση για να πειστούν ότι, τι πιο φυσιολογικό από την «τήρηση των νόμων» με αντάλλαγμα ένα πτώμα. Δεν παραλείπει ακόμη να καυτηριάσει τον παρεμβατικό ρόλο των media που αλλοιώνουν γεγονότα και καταστάσεις κατά βούληση μόνο και μόνο για να τραβήξουν ένα καλύτερο πλάνο, καθώς και να γελοιοποιήσει τον εκπρόσωπο του θείου λόγου».
Ο σκηνοθέτης πλάθει την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» ως μια ιστορία σκοτεινή με δόσεις μαύρου χιούμορ και διάσπαρτα καμπαρετίστικα στοιχεία (σε αυτό βοήθησαν τόσο τα καλοεπιλεγμένα ρούχα όσο και το εξπρεσσιονιστικό μακιγιάζ). Όμορφο εικαστικά το σκηνικό όπου η πλοκή εκτυλίσσεται μπροστά στη σκηνή όπως εύστοχη και η μετατροπή της «πλατείας» του θεάτρου σε ανοιχτό δικαστήριο εν αναγγελία της τελικής απόφασης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο κίτρινο χρώμα που δεν συμβολίζει μόνο την κλασσική έννοια του μίσους αλλά και τον δόλο και την προδοσία που διαποτίζουν τη μεταστροφή όλων.
Η γηραιά κυρία Άννα Γκούντα στο πέρασμά της εκπέμπει μυστήριο και μια αίσθηση δέους. Είναι μια παρουσία στιβαρή, επιβλητική που κρατά εσκεμμένα αποστάσεις αφού γνωρίζει ότι είναι κυρίαρχος όλων – πραγμάτων, σωμάτων και ψυχών – ενώ χρωματίζει αβίαστα τη φωνή της όπου χρειάζεται και έτσι από την αυταρχική, εξουσιαστική στάση να μεταφέρεται στην τρυφερή, νοσταλγική ανάμνηση του πρώτου της έρωτα και των τόπων μέσα στους οποίους κύλησε η ερωτευμένη νεότητά της. Ο Κώστας Παπουτσίδης ως Άλφρεντ Ίλ μετουσιώνει σταδιακά την αρχική του έπαρση σε έναν ξεκάθαρο πανικό που χτίζεται αργά και σταθερά καθώς βλέπει την ευμάρεια των συμπολιτών του να μεγαλώνει κι αναπόφευκτα τον κλοιό να σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω του. Η Θωμαή Σιούμη (Δήμαρχος) και η Μαρία Μπουκουβάλα (Αστυνόμος) διαθέτουν επιβλητική, κομψή παρουσία κι εκείνο το ύπουλα στημένο χαμόγελο κάθε πολιτικού/δημόσιου προσώπου/πολιτευτή που μεταμορφώνουν την χαμαιλεοντική «ηθική» τους αναλόγως των συμφερόντων τους. Ομοίως στη στάση του σώματος, την έκφραση και τη φωνή υπάρχει έκδηλος ο αμοραλισμός της εξουσίας.
Η Σοφία Αγαθαγγελίδου είναι απολαυστική και προσδίδει ενδιαφέρον στο πρόσωπο της δασκάλας, το τελευταίο προπύργιο της κατεστημένης ηθικής. Είναι η μόνη που μέσα από τη μέθη της ξεστομίζει πολλές αλήθειες. Με απλοϊκή ειλικρίνεια διαισθάνεται πως μετατρέπεται κι αυτή σιγά σιγά από κήρυκα της πλατωνικής παιδείας σε δολοφόνο και πως κάποτε θα εμφανιστεί και σε αυτούς μια γηραιά κυρία που θα τους ανταποδώσει τα ίσα.
Ο Διονύσης Ζαρώτης (επίσκοπος) κυνικός και αγέλαστος μεταπράτης άδειων χριστιανικών παραθεμάτων συναινεί τελικά και ο ίδιος στο έγκλημα επιρρίπτοντας βεβαίως τις ευθύνες για τη δολοφονία του Άλμπερτ Ίλ στον ίδιον. Μεγάλο βάρος της παράστασης επωμίστηκαν οι δύο κομπέρ Νατάσσα Ιωαννίδου (που είχε και την εύστοχη μουσική επιμέλεια) και η Όλγα Παπανάκου (υπεύθυνη και για το μακιγιάζ). Μεσολαβούν με το τραγούδι τους για κάποιο αίσθημα ευφορίας ενώ παράλληλα διεκπεραιώνουν και μέρη της πλοκής με νεωτερική άνεση και τραγική σταθερότητα.
Εν επιλόγω: ο Χάρης Αμανατίδης αποτόλμησε να ανεβάσει στην κατερινιώτικη σκηνή ένα σπουδαίο, πολυσήμαντο ευρωπαϊκό κείμενο με γνώση και υπευθυνότητα—και τα κατάφερε. Δεν έστησε μόνο μια ιστορία αγάπης και εκδίκησης αλλά κυρίως μια πολύπτυχη υπενθύμιση του ρόλου του χρήματος στις σύγχρονες αγοροκρατούμενες κοινωνίες (για να θυμηθούμε και τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά). Τα κατάφερε ωστόσο και για έναν επίσης σημαντικό λόγο: έστησε με ζωντάνια και συμβολική ευφυία το πλαίσιο μιας εποχής στηριγμένος στις έξυπνες επιλογές και την χειροποίητη ευρηματικότητα των κοστουμιών και των σκηνικών που έφτιαξε η ακούραστη Βέτα Χαϊλατζίδου.