Για την φωτογραφική δεινότητα του ουμανιστή Γιώργου Κατσάγγελου
ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ
Ταλαντούχος, ξεχωριστός εικαστικός φωτογράφος, ευαίσθητος πολίτης και πανεπιστημιακός δάσκαλος με διακεκριμένο έργο ο Γιώργος Κατσάγγελος δεν είναι άγνωστος στους Κατερινιώτες φιλότεχνους αφού έχει κληθεί αρκετές φορές από το φωτογραφικό τμήμα της Εστίας για σειρά διαλέξεων, ενώ, δεν πρέπει να ξεχάσουμε την ερευνητική-φωτογραφική συμβολή του με τα πορτρέτα των κατοίκων της Κονταργιώτισσας στο όμορφα στημένο μουσείο του χωριού στο οποίο συνέβαλαν η κοινωνική ανθρωπολόγος Νόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου και ο δικός μας εικαστικός και ιστορικός τέχνης Νίκος Γραίκος.
Πρώτα πρώτα τι είδους βιβλίο είναι αυτό για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα; Πρόκειται για έναν κατάλογο/ βιβλίο/φωτογραφικό λεύκωμα με τον τίτλο «Relics to Eternity. Μια εικαστική εγκατάσταση: Ειδομένη 2015-16», University Studio Press/Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη 2018, 120 σελ. Το βιβλίο δηλαδή αποτελεί τη μεταφορά στο χαρτί—με καθυστέρηση ενός χρόνου— μιας ειδικής πολιτισμικής δραστηριότητας (εικαστική εγκατάσταση) συνηθισμένης στους κύκλους της σημερινής εικαστικής θεωρίας και πράξης, η οποία στήθηκε προς τέρψιν του κοινού στη Θεσσαλονίκη. Υλική αφορμή υπήρξε η τεράστια προσφυγική έκρηξη του 2015 στη χώρα μας, στην Ειδομένη, όπου και ο καλλιτέχνης αφού την επισκέφθηκε πολλές φορές, μάζεψε περίπου 400 κομμάτια—σπαράγματα παιδικών αθυρμάτων, τα τύλιξε σε πλέξιγκλας και τα μετέτρεψε σε εικαστικό γεγονός. Εάν επρόκειτο μόνο για αυτό, το πράγμα θα σταματούσε εδώ, θα παινεύαμε την ευαίσθητη ματιά του φωτογράφου, την κοινωνική ανταπόκρισή του, το ρεαλιστικό του στόχο να επισημανθούν οι άθλιες συνθήκες του καταυλισμού και άλλες παθογένειες στην αντιμετώπιση τόσο κρίσιμων παγκόσμιων προβλημάτων.
Μόνο που ο ευρηματικός φωτογράφος Γιώργος Κατσάγγελος πηγαίνει ακόμα παραπέρα: αποκαλεί τα ευρήματά του (παιχνίδια παιδιών, κούκλες, κ.ά.) relics (απομεινάρια, κειμήλια, λείψανα), όπως αυτά που προκύπτουν από την αρχαιολογική σκαπάνη και στα οποία οι νεότεροι πολιτισμοί αποδίδουν ισχυρή πολιτισμική αξία—κάποτε σχεδόν φετιχιστική. Σκεφτείτε για παράδειγμα την προκλητική μεταφορά: μία μούμια ή ένας αρχαίος κίονας εφάμιλλα με ένα ζευγάρι παπούτσια, ένας αρχαιολογικός τόπος (πυραμίδες ή μία μακεδονική τούμπα) στη θέση ενός περιστασιακού καταυλισμού εν Ελλάδι το έτος 2015 μ.Χ. «Ο καλλιτέχνης συνέλεξε αντικείμενα που σχετίζονται κυρίως με την υπό ιδιαίτερες συνθήκες καθημερινότητα των παιδιών, τα οποία αποτελούσαν και την ανθρώπινη πλειοψηφία στην Ειδομένη. Στη συνέχεια εφάρμοσε αρχαιολογικές μεθόδους για τον καθαρισμό, την καταγραφή και την διάσωσή τους. Τα αντικείμενα αυτά παρουσιάζονται σαν μια έκθεση σύγχρονης αρχαιολογίας που υπαινίσσεται την παρουσία των προσφύγων και τεκμηριώνει τα ίχνη τους θυμίζοντας ότι η συγκεκριμένη προσφυγική κρίση, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη, έχει ήδη καταχωρηθεί ως ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία του τόπου και της ανθρωπότητας. Τα αντικείμενα αποκτούν μια νέα, δικιά τους απολυτότητα και συνιστούν πλέον σπαράγματα-κειμήλια μιας αιωνιότητας. Στην συγκεκριμένη έκθεση, η έννοια των συνόρων θέτει και το ενδότερο ζήτημα των διαχωριστικών γραμμών που μας εμποδίζουν να αντιληφθούμε ολοκληρωμένα τη ζωή και τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Η εγκατάσταση ολοκληρώνεται με φωτογραφικό υλικό και ηχητικές καταγραφές από το χώρο και τους ανθρώπους της Ειδομένης, ενώ παράλληλα προβάλλεται video με συνεντεύξεις προσφύγων που έζησαν στον αυτοσχέδιο καταυλισμό» (οι πληροφορίες από την ιστοσελίδα του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, https://www.greekstatemuseum.com/kmst/exhibitions/article/1239.html)
Τι βρίσκουμε ωστόσο πέρα από αυτές τις μαρτυρίες, πέρα από το γεγονός του προσφυγικού καταυλισμού, τι μαρτυρούν οι αντικειμενικές καταθέσεις των παιχνιδιών, των παιδικών παπουτσιών, των γαντιών, των σχολικών σακιδίων; Το βιβλίο περιλαμβάνει πέρα από τις πανέμορφες φωτογραφίες του εικαστικού και κείμενα ευαίσθητων ανθρώπων (ειδικών επί του θέματος και μη, στα ελληνικά και αγγλικά) τα οποία και υπογράφουν γνωστοί πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, μέλη ανθρωπιστικών ομάδων, δημοσιογράφοι, ιστορικοί τέχνης και συγγραφείς. Ο κατάλογος αυτών των κειμένων τεκμηριώνει απολύτως τον αισθητικό προβληματισμό του καλλιτέχνη, μας προτρέπει να μελετήσουμε την ιστορία των μεταναστεύσεων και της προσφυγιάς απροκατάληπτα, όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει με όλες τις κατά καιρούς μεταναστεύσεις—από τον 19ο αιώνα μέχρι τον 21ο για να μείνουμε μόνο στα καθ’ ημάς. Ταυτόχρονα, υποστηρίζεται στο καλαίσθητο αυτό πόνημα, όπως αι αν δει κανείς το πρόβλημα δεν μπορεί παρά να επισημανθεί η φροντίδα και η μέριμνα κρατικών δομών και εθελοντικών οργανώσεων όπως αρμόζει σε ένα διεθνές ζήτημα, ο ρόλος της εκπαίδευσης και του σχολείου στην ένταξη και κοινωνικοποίηση των τραυματισμένων παιδιών, τα βιώματα των παιδιών από το πένθος του ξεριζωμού και τον πόλεμο, η ψυχιατρική και ψυχολογική βοήθεια που χρειάζονται οι πρόσφυγες, ο ρόλος του παιχνιδιού κλπ.
Γράφει για την εμπειρία του ο Κατσάγγελος: «Την άνοιξη του 2015 χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες διοχετεύονταν μέσω της εισόδου των συνόρων της Ειδομένης στο κράτος των Σκοπιών και από κει στη δυτική Ευρώπη. Η διέλευση δύσκολη και πολλές φορές άναρχη. Παιδιά και ενήλικες συνωστίζονταν στη συνοριακή γραμμή επί ώρες αναμένοντας να τους επιτραπεί η είσοδος. Επεισόδια συχνά, αφού η ανυπομονησία και η αβεβαιότητα έσπρωχνε, τους ήδη πολύ ταλαιπωρημένους ανθρώπους, σε απέλπιδες προσπάθειες. Επιχειρούσαν συχνά να εισβάλουν στην άλλη χώρα έχοντας ως αποτέλεσμα τη βίαιη αντίδραση των ένστολων της γείτονος.
Στην Ειδομένη πήγα πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2015. Η πρώτη εικόνα της Ειδομένης ήταν η πίεση των ανθρώπων να διαβούν τη συνοριακή γραμμή οι συνεχείς απωθήσεις, οι διαταγές από βροντερές φωνές, τα κλάματα παιδιών και μανάδων που στον πανικό αποχωρίστηκαν. Και μετά το άνοιγμα των συνόρων ξανά οχλαγωγία, πίεση και όλα από την αρχή. Μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας οι υπεύθυνοι στην Ειδομένη -μην σκεφτείτε το οργανωμένο κράτος- αλλά κυρίως οι ΜΚΟ και οι εθελοντές οργάνωσαν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες σε πενηντάδες. Κάθε μία από αυτές είχε αρχηγό και νούμερο, συνήθως ήταν πρόχειρα γραμμένο σε χαρτόνι, δημιουργώντας ομάδες που διατάσσονταν σε μικρή απόσταση από τα σύνορα και σε απόσταση η μία από την άλλη. Όταν δινόταν η άδεια από τους στρατιώτες της γείτονος, η ομάδα προωθείτο και, μέσα σε μερικές ώρες, το σκηνικό άλλαξε μπρος στα μάτια μας. Ένα σκηνικό που έμελλε να αλλάζει συνεχώς με ρυθμούς που ακόμη και ο προσεκτικότερος παρατηρητής δεν μπορούσε να παρακολουθήσει. [...]»
Το κρίσιμο ερώτημα—πέρα από την αφορμή της προσφυγικής έκρηξης—είναι τι εισπράττουμε εμείς ως θεατές, τι καταλαβαίνουμε ως αναγνώστες των καλλιτεχνικών φωτογραφιών του Κατσάγγελου. Διότι, όπως έγραφε πριν από χρόνια ο Γιάννης Τσαρούχης: «Η φωτογραφία αρχίζει πραγματικά να υπάρχει από τη στιγμή που κάποιος θα είναι εις θέσιν να πει ένα κατάλληλο σχόλιο γι' αυτήν. Όταν δεν γεννά ένα σχόλιο η φωτογραφία δεν υπάρχει. Το σχόλιο αυτό δεν είναι ανάγκη να είναι γραμμένο κάτω από την φωτογραφία, ούτε να στο λέει αυτός που την έχει κάνει. Πρέπει οπωσδήποτε όμως να το κάνεις εσύ και μερικά εκατομμύρια ανθρώπων για να υπάρχει (...) Η ίδια φωτογραφία μπορεί να ερμηνευτεί με χίλιους τρόπους, όπως κι ένα έργο ζωγραφικής. Η δύναμή της έγκειται στο να σε στριμώχνει σχεδόν, στον τρόπο που προτιμά ο δημιουργός της» (Γιάννη Τσαρούχη, «Παλαιά και σύγχρονη φωτογραφία και ζωγραφική», περ. Η Λέξη, τχ. 122 (1994), σ. 438).
Έτσι, λοιπόν, στις φωτογραφίες του Κατσάγγελου κυριαρχούν η μεταφορά, η αντίθεση, η αλληγορία (ο καταυλισμός ωραία χωρισμένος σε δύο συμμετρικά επίπεδα μπορεί να ιδωθεί και σαν απεικόνιση δύο κόσμων όπου ο κόσμος των προσφύγων—εν είδει φάτνης διακονεί την ανθρώπινη ζωή, υπερασπίζεται το δικαίωμα των ξεριζωμένων σε μία εστία—ενώ στο επάνω μέρος της σύνθεσης, το φωτεινότερο, συνεργάτες ΜΚΟ ή κρατικών φορέων βοηθούν στο να απαλύνουν τον προσφυγικό πόνο).
Ο Κατσάγγελος διαθέτει λεπτή ειρωνεία: αίφνης, η κιτς πλαστική κούκλα, από τυπικό προϊόν της μαζικής κοινωνίας μετατρέπεται σε ένα τρυφερό λείψανο αφού συνδέεται με την προσφυγιά και το δράμα. Παράλληλα, ο καλός φωτογράφος, χρησιμοποιεί την ευγενική αντίστιξη, τον ποιητικό υπαινιγμό (το πιασμένο/εγκλωβισμένο στο συρματόπλεγμα έντομο/παιχνίδι), τη θαυμάσια ρεαλιστική ψυχογράφηση (στα οκτώ πρόσωπα της μητέρας με το παιδί μπροστά από τους αστυνομικούς αναπτύσσονται συναισθήματα που κινούνται από την καρτερία και την καθημερινή κόπωση μέχρι την αμέριμνη ανία χωρίς να υπάρχει ωστόσο βία και μίσος—κι αυτό χάρη και στη χρήση του χρώματος που μοιάζει να μοιράζεται κοινές ιδιότητες ή την ανθρωπιά στις δυσκολίες).
Επιλογικά: μια απλή, κοινή φωτογραφία που, όπως επισημαίνει ο κύριος μελετητής της, ο Bourdieu, θεωρείται ένα ρεαλιστικό και αντικειμενικό μέσο καταγραφής του αντιληπτού κόσμου «εφόσον, από τις απαρχές της, έχει επωμιστεί λειτουργίες κοινωνικές με στοιχεία διατήρησης του ρεαλιστικού σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί ως μια φυσική γλώσσα του κόσμου». Οι φωτογραφίες της προσφυγιάς του Γιώργου Κατσάγγελου έχουν επωμιστεί το βάρος της λαϊκής καταγωγής της φωτογραφίας, μιλούν μια φυσική γλώσσα κατανοητή σε όλους—εννοείται σε όλους τους μη προκατειλημμένους—αλλά ταυτόχρονα ανοίγονται και σε ένα άλλο αισθητικό πεδίο. Όπως εύστοχα παρατήρησε η Μαρία Τσαντσάνογλου, οι φωτογραφίες του «είναι ντοκουμέντα και ταυτόχρονα έργα τέχνης. Ντοκουμέντα γιατί υπάρχει η γνώση και η συναίσθηση ότι η φωτογραφία άλλαξε την μέθοδο της ιστορικής προσέγγισης αντικαθιστώντας και συμπληρώνοντας τις περιγραφές. Έργα τέχνης γιατί είναι ψυχολογικά πορτρέτα που προσφέρουν πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης αποδίδοντας τη γλώσσα του σώματος και μεταδίδοντας αισθητικά μηνύματα ως προς την δομή της εικόνας, την ισορροπία των γραμμών και των επιπέδων, την αρμονία των χρωμάτων. Όμως πάνω απ’ όλα, οι φωτογραφίες του Γιώργου Κατσάγγελου είναι απερίφραστα ουμανιστικές».
[Το κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Κατσάγγελου στην Κατερίνη (Εκάβη, 15.2.2020) με οργανωτή την ΕΠΜ. Την Εστία Πιερίδων Μουσών, την Στέλλα Τζιτζιλή και τον Νίκο Τσάρδα ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή για την άψογη διοργάνωση].