Η Κατερίνη πριν από 214 χρόνια

ftaraskaterinidiak2

του Αντώνη Κάλφα

Στην εργασία «Σύντομη ιστορία της πόλεως Κατερίνης. Αναζήτηση αρχειακών πηγών και βιβλιογραφίας»,  υπογραμμίζεται πως εξαιτίας των ελών και της υψομετρικής της διαφοράς από τη θάλασσα, η Κατερίνη δεν πρέπει να κατοικήθηκε συστηματικά πριν από το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα:  «Η γνώμη μας είναι πως η Κατερίνη, λόγω της θέσης της όπως προείπαμε, θα χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτική βάση, όπως θα λέγαμε σήμερα, θα αποτέλεσε δηλαδή στα χρόνια της τουρκοκρατίας τούρκικο στρατόπεδο [...]».

Το 1806 ο πρωτοπόρος άγγλος περιηγητής William Martin Leake (1770-1860) αναφέρει πως η Κατερίνη έχει 100 οικίες και παρατηρεί, περνώντας από την πεδιάδα της Κατερίνης, διάφορους αρχαίους ογκόλιθους και κιονόκρανα. Δύο χρόνια αργότερα ο διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ Edward Daniel Clark κάνει λόγο για 140 οικίες ενώ κοντά στον Πέλεκα και χωρίς να παρέχει κάποια πιο συγκεκριμένη τοπογραφική ένδειξη ανακαλύπτει έναν ναό δωρικού ρυθμού και τρεις επιτύμβιες επιγραφές. Ο Clark επίσης, γράφει ο αρχαιολόγος Δημήτρης Θεοχάρης, «στην Κατερίνη παρατηρεί αρκετά αρχαία μάρμαρα, τα οποία είχαν μεταφερθεί από το Παλαιόκαστρο της Μαλαθριάς».

Σύμφωνα με τον Απόστολο Βακαλόπουλο «την εποχή ακριβώς αυτή, δηλαδή στις αρχές του 19ου αι., η επικράτεια του Αλή πασά άρχιζε από την περιοχή της Αχρίδας και Καστοριάς, προχωρούσε προς Ν. και ΝΑ ως το χωριό Πύργος των Γενιτσών και ως τους πρόποδες του Ολύμπου, περιλάμβανε την Κατερίνη, χωριό τότε με 140 σπίτια, κυρίως ελληνικά, με διοικητή Τούρκο αγά, και έφτανε ως το Ελευθεροχώρι».

Η Κατερίνη, επίσης, σχεδόν παραθαλάσσια πόλη, διέθετε ήδη από τον 19ο αιώνα ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της εποχής, υποστηρίζει ο Γιάννης Καζταρίδης: «Ο λιμένας Αικατερίνης αναφέρεται ως ο δεύτερος σε σημασία μετά τον λιμένα Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για την Σκάλα Αικατερίνης (σημερινή Κατερινόσκαλα), από την οποία με καϊκια διοχετεύονται προς τη Θεσσαλονίκη πιερική ξυλεία, δημητριακά, κτηνοτροφικά προϊόντα και άλλα παραγόμενα αγαθά».

Την εποχή αυτή, επίσκοπος Κίτρους ήταν ο Ζαχαρίας (τέλη 18ου-αρχές 19ου αιώνα) που καταγόταν από τον Βελβενδό και «διακρινόταν για την αξιόλογη μόρφωσή του και ανήκε στους λαμπρότερους τελειόφοιτους μαθητές του Ευγένιου Βούλγαρη. Πριν αναρρηθεί στον επισκοπικό θρόνο είχε υπηρετήσει ως δάσκαλος σε διάφορες θέσεις». 

Σύμφωνα μέ την άφήγηση του Σάθα, ο Νικοτσάρας ξεκινώντας από την Σκόπελο αποβιβάστηκε στην Κατερίνη στις 23 Ιουλίου 1807 με 550 εκλεκτούς άνδρες. Ακολουθώντας έπειτα τις κορυφογραμμές των Πιερίων πέρασε τις γέφυρες του Αλιάκμονα, του Λουδία και του Αξιού, ανέβηκε στην Κερκίνη, πέρασε τον ποταμό Νέστο και προχώρησε προς τον Αίμο, αλλά οι Τούρκοι που είχαν συγκεντρωθεί από παντού τον ανάγκασαν να υποχωρήσει.

Ο Γερμανός διπλωμάτης J. L. S. Bartoldy στο έργο του που εκδόθηκε το 1807 στο Παρίσι, αναφέρει πως την κόρη τού αγά της Κατερίνης παντρεύτηκε γύρω στα 1803-1804 ο γιος του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, Βελή Πασάς και πως την μετέφερε με κλειστή άμαξα στην Λάρισα (διά των Τεμπών). «Αυτό σημαίνει επίσης ότι», γράφει ο Ευάγγελος Παπαθανασίου, «όλος ο δρόμος από Κατερίνη έως και Λάρισα ήταν τότε αμαξιτός. Στα χρόνια αυτά, μετά το 1804, θα πρέπει να τοποθετήσουμε και την ίδρυση του μπεχτασικού τεκέ της Κατερίνης».

[Οι καλλιτεχνικές απρόμαυρες  φωτογραφίες του Παναγιώτη Φτάρα —τον οποίο ευχαριστώ θερμότατα και από τη θέση αυτή— προέρχονται από το ανέκδοτο μικροϊστορικό δοκίμιο του υπογράφοντος  «Η Κατερίνη του 21ου αιώνα. Δημόσια μνημεία, τόπος και κοινωνικότητα»].

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Image
Image

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ