του Αντώνη Κάλφα
Στον Σάκη Κουρουζίδη, οικοβιβλιογράφο, συλλέκτη, εκδότη και διευθυντή τής Ευωνύμου Οικολογικής Βιβλιοθήκης που βρίσκεται στην Αθήνα χρωστάμε ένα καταπληκτικό βιβλίο που εκδόθηκε πριν από είκοσι χρόνια: Σάκης Κουρουζίδης, (επιμ.), Όλυμπος. Κείμενα και εικόνες δύο αιώνων, Πιερική Αναπτυξιακή ΑΕ, Κατερίνη 2001. Το βιβλίο εξέδωσε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Πιερίας επί θητείας Γιώργου Παπαστεργίου και αποτελεί επί του παρόντος μοναδικό τόμο εντός του οποίου διακινείται όλη σχεδόν η γνώση μας γύρω από τον Όλυμπο.
Εκτός από τα σπουδαία δυσεύρετα κείμενα το εικονογραφικό μέρος του βιβλίου αποτελείται από 51 γκραβούρες, 60 καρτ ποστάλ, 53 χάρτες και 321 φωτογραφίες και εικόνες. Παρατίθενται επίσης τα εξώφυλλα από το μεγαλύτερο μέρος των εκδόσεων που αναφέρονται στον Όλυμπο.
Στο σημερινό κείμενο από το αρχείο του ακάματου συλλέκτη καταθέτουμε τις προτάσεις ενός φυσιολάτρη λογοτέχνη και περιπατητή, του Δημήτρη Χατζόπουλου (1872-1936), του αποκαλούμενου «πεζοπόρου» και συχνότερα «μποέμ», αδελφό του σπουδαίου σοσιαλιστή πεζογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (1868-1920) από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού.
Το κείμενο, όπως μας πληροφορεί ο Κουρουζίδης, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Άνθρωπος» (7-8-1932) και μας παρέχει—πέρα από τον μεγάλο θαυμασμό του για τον «εράσμιο» Όλυμπο και την περιοχή— χρήσιμες πληροφορίες για τον τόπο μας πριν από εννέα δεκαετίες (ο δρόμος Κατερίνης-Λιτοχώρου είναι «υποτυπώδης αμαξιτός», αξιοθέατα, καθημερινή ζωή και λαογραφικά στοιχεία του Λιτοχώρου, η μοναδική βρύση της Λεπτοκαρυάς κλπ.)
Πού παραθερίζουν οι Έλληνες
Ο OΛΥΜΠΟΣ
ΛΙΤOΧΩΡΟΝ – ΚΑΡΥA
Αι κατασκηνώσεις των Σαρακατσαναίων
Σειρά εντυπώσεων του συνεργάτου μας κ. ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Ποίος είνε ωραιότερος ο Άνω ή ο Κάτω Όλυμπος; Αδελφικαί ανομοιότητες. Ο Άνω ογκώδης, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής, αγέρωχος. Ο Κάτω εράσμιος, κομψός, χαρωπός και απείρως βλαστικός, δασώδης όσον περισσότερον δεν μπορεί να ήνε και το πλειότερον ευνοηθέν όρος από τα δώρα της Χλωρίδος. Και χαμηλότερος είνε περισσότερον κατοικημένος. Έχει καλά χωριά, τα οποία είνε αγαπητά σε πολλούς παραθεριστάς. Ο Άνω Όλυμπος κατοικείται το θέρος περισσότερον από σκηνίτας. Οικισμούς κυρίως έχει πέντε, το Λιτόχωρον, την Λεπτοκαρυάν, την Καρυάν, την Σκαμνιάν, την Πουλιάνα, τον Κοκκινοπλόν. Και εξ αυτών ο μόνος ορεινότερος, πολύ υψηλός είνε ο Κοκκινοπλός. Αυτός το καλλίτερον θέρετρον του Άνω Ολύμπου. Το Λιτόχωρον κείται στας υπωρείας του, αλλά ανεπτύχθη εις καλόν κέντρον παραθερισμού.
Το Λιτόχωρον έχει ιδικόν του σιδηροδρομικόν σταθμόν, οπόθεν αμαξιτός φέρει σ’ αυτό, κείμενον στας ανατολικάς υπωρείας του Άνω Ολύμπου. Συνηθέστερον πηγαίνουν εις την κώμην από την Κατερίνην με αυτοκίνητον, το οποίον βαίνει εις υποτυπώδη αμαξιτόν. Ο γελαστότερος οικισμός του Άνω Ολύμπου είνε το Λιτόχωρον. Με τον προσφυγικόν συνοικισμόν ανέρχονται οι κάτοικοί του εις 7.500. Γεωργοί και κτηνοτρόφοι, αλλά και καλή η επίδοσίς των εις την υφαντουργίαν. Τα πολλά ποίμνια του όρους αποδίδουν καλόν μαλλί δι’ αυτήν, λέγεται δε το παραγόμενον ύφασμα «σκουτί». Και το ευμορφότατον χωρίον του Κάτω Ολύμπου Σκουτίνα, ένα από τα δασωδέστερα ορεινά χωριά της Ελλάδος, οφείλει το όνομά του εις παρομοίαν υφαντουργίαν «σκουτιών». Το Λιτόχωρον ήρχισε να γίνεται περιζήτητον από παραθερίζοντας, οι οποίοι είνε κατά το πλείστον οικογένειαι εκ Θεσσαλονίκης. Μερικαί επίσης εκ Λαρίσης. Τα ξενοδοχεία ολίγα, λείπει δε το άρτιον οπωσούν ξενοδοχείον. Κέντρον είνε η παρά την είσοδον της κωμοπόλεως μικρά πλατεία, εις την οποίαν και η μεγάλη δροσερά κρήνη, η κυρία απόλαυσις εντοπίων και παραθεριστών. Εκείθεν επεκτείνεται ο οικισμός ανωφερώς. Δυτικώς του επάνω εις υψηλόν άνδηρον με μεγάλην πλάτανον είνε το «Χοροστάσι», καλός περίπατος των κατοίκων, χορευτική δε συγκέντρωσίς των τας Κυριακάς και τας εορτάς. Καφφενεδάκι παρέχει καρέκλας, αναψυκτικά. Κατέμπροσθέν του η μεγάλη, βαθεία, αγρία χαράδρα Βύθος, η ερχομένη από υψηλά, από τον κύριον όγκον του Ολύμπου, τον Μαυρόλογγον, και δια της οποίας ρέει το βαθύ ρεύμα Λάκκος, ο Ενιπεύς των αρχαίων.
Το Λιτόχωρον, λόγω της σιδηροδρομικής ευκολίας του, έγινε κατά το θέρος η συνηθεστέρα αφετηρία δια τας ορειβασίας εις τον Όλυμπον. Ενίοτε φθάνουν εκεί πολυάριθμοι όμιλοι ξένων περιηγητών. Αφ’ ότου έγινε ο Όλυμπος Ελλάς, έπαυσε να θεωρήται απρόσιτος. Επί τουρκοκρατίας ωμιλούσαν ξένοι περιηγηταί περί αυτού κατά τρόπον περίπου μυθικόν. Σήμερα είνε ό,τι και όλα τα άλλα ελληνικά όρη, μεγίστη ευκολία.

Οι περισσότεροι παραθερισταί στο Λιτόχωρον δεν το κουνούν. Η μόνη των ορειβασία είνε ο περίπατος στο «Χοροστάσι». Αλλά κάποτε επιχειρούν την ανάβασιν εις την μονήν του αγίου Διονυσίου, οργανώνοντες καλήν διήμερον εκδρομήν με την ησυχίαν των, ευχάριστον. Καθώς ανωφερίζομεν το οροπέδιον Πτελιά, θα ευρεθώμεν εις μίαν των μεγαλητέρων θερινών εγκαταστάσεων Σαρακατσαναίων εις τον Όλυμπον. Καλαί αι καλύβαι των και ωραίαι αι υψηλαί λυγηραί Σαρακατσάνισσαι. Η φιλεργία των καταφαίνεται στη ρόκα των, η οποία τους έγινε αναπόσπαστος. Θαρρεί κανείς πως θα την γνέθουν και στον ύπνον των. Χαμηλότερον του οροπεδίου εις την θέσιν Σκάλα είνε το Μετόχι της μονής του αγίου Διονυσίου, σύδενδρον μέρος, καλογήρων αναπαυτήριον. Το εκκλησάκι του εκτίσθη το 1660. Το εξωτερικόν εκκλησάκι της αγίας Μακραίνης χρησιμεύει ως νεκροταφείον. Απέχει το Μετόχι του Λιτοχώρου ημίσειαν ώραν. Η άνοδος εις την μονήν του αγίου Διονυσίου παρουσιάζει εις την αρχήν κάποιαν ανηφόραν έπειτα είνε καλός δρόμος δια δάσους από τα περίφημα ρόμπολα του Ολύμπου, έλατα, αγριόπευκα, κέδρους. Εις βαθείαν κοιλάδα κατάφυτον είνε κτισμένη, αλλά πολλή δροσιά δεν έχει πάντοτε. Εκείθεν γίνονται δια της λαμπράς πηγής Πριόνι αναβάσεις προς τας υψηλοτέρας ζώνας εις τας ακρωρείας Σκολιόν όρος, Μύτικα, Στεφάνι, Αγιοληάν ή Παληοληάν. Αυταί είνε αι υψηλότεραι κορυφαί, αυταί δε και αι πραγματικαί ονομασίαι των. Τα άλλα δε Θρόνος του Διός κ.τ.λ. είνε ανεύθυνοι ανοησίαι. Κάποιας δυσκολίας παρέχουν εις ανάβασιν μόναι αι δύο συνεχόμεναι κορυφαί Μύτικας και Στεφάνι, αλλά είνε λ.χ. ευκολώτεραι από την υψηλοτέραν κορυφήν των Βαρδουσίων και την του Φλυτζανιού των Αγράφων -αι μόναι στην Ελλάδα, αι οποίαι ενθυμίζουν κάπως Άλπεις. Το όρος υψηλά είνε άνυδρον και πίνει κανείς παγωμένον νερόν από τα χιόνια του. Η μονή του αγίου Διονυσίου απέχει πεντάωρον του Λιτοχώρου, τόσον δε και η μονή της Πέτρας, η κειμένη εις την βορείαν πλευράν του όρους, εις αγρίαν καταδασωμένην περιοχήν. Σήμερον έγινε η μονή σανατόριον, έχασε δε την παλαιάν γραφικότητά της. Ολόκληρον την διατηρεί η σχεδόν εγκαταλελειμμένη μονή της αγίας Τρίαδος του Σπαρμού εις την δυτικήν πλευράν του Ολύμπου, ευρισκομένη εντός ωραίου δρυοδάσους, 4 ½ ώρας από τον Κοκκινοπλόν. Πνέει εις όλην την μεγαλοπρεπή εκείνην πλευράν του Ολύμπου ο δροσερώτερος άνεμος, ο βορειοανατολικός, ο οποίος φέρει τον χειμώνα το περισσότερον χιόνι. Εις την νότιον περιοχήν του όρους είνε η μονή Κανάλων, άλλη γραφικότης.
Ο Κοκκινοπλός το υψηλότερον χωρίον του Ολύμπου, είνε πυκνόν άθροισμα σπιτιών, κτισμένων εις ύψος 1.145 μέτρων. Ανώτερον υψόμετρον του χωρίου ο άνωθέν του άγιος Αθανάσιος (1.270 μέτρα). Αναβαίνει στον Κοκκινοπλόν το θέρος αυτοκίνητον από Ελασσόνος δι’ ημιαμαξιτού οδού, μήκους 35 χιλιομέτρων. Το θέρος οι κάτοικοί του είνε 1.400 κουτσόβλαχοι κτηνοτρόφοι. Γυμνή είνε η πλαγιά του βουνού του Κοκκινοπλού, το κλίμα ξηρόν και στο κέντρον του, ωραίον μικρόν άνδηρον, ρέει άφθονον το νερόν μεγάλης κρήνης. Παραμένουν αρκετοί παραθερίζοντες εξ Ελασσόνος. Η ανωτέρα θερμοκρασία κατά τον Ιούλιον μόλις φθάνει τους 27 βαθμούς. Αργεί η ανατολή του ηλίου, ο οποίος εμφανίζεται το θέρος στας 9 και τον χειμώνα στας 11. Βορείως του χωρίου εις απόστασιν ημισείας ώρας είνε η βρύση του Κοπάνου εντός αγριοπεύκων, όπισθεν δε η Τέτζερη, της οποίας το νερόν έχει θερμοκρασίαν 10 βαθμών. Μονάχα έξ ώρας απέχει από τον Κοκκινοπλόν η κορυφή του Ολύμπου πρ. Ηλίας (2.895 μέτρα). Ωραία ανάβασις. Σύρριζα του χωρίου υψούται η πλευρά του Ολύμπου με αγριόπευκα. Είνε το δάσος Ρούδι. Η υψηλοτέρα βρύση, την οποίαν συναντώμεν αναβαίνοντες προς την υψηλοτέραν του πρ. Ηλία κορυφήν Σκολιόν (όρος) είνε η περίφημη Σμέο, τρεις ώρας από του χωρίου. Θαυμασία είνε η διαδρομή από του Κοκκινοπλού εις το χωρίον Άγιος Δημήτριος της Πιερίας κάτωθεν του Λιβαδίου. Λαμπραί, δασώδεις ορεινότητες με άποπτον κάτωθεν την μεγάλην δασύτητα του Στενού της Πέτρας.
Και μία από τας ωραιοτέρας διαδρομάς του Ολύμπου είνε ο γύρος του από του Κοκκινοπλού δια του όρους Γρίβα προς την Σκαμνιάν και το μεγάλον εύσκιον χωρίον Καρυά, οπόθεν πορεύεται κανείς προς την Λεπτοκαρυάν (5 ½ ώραι) δια της μεγαλοπρεπούς τεραστίας χαράδρας, η οποία χωρίζει τον Άνω Όλυμπον του Κάτω. Ογκώδης ανυψούται παρά την εύμορφην μονήν των Κανάλων ο Άνω με το κατάγυμνον βουνόν του Καστανά, ενώ δίπλα του παραστέκει γλαφυρός ο Κάτω με το τεράστιον δάσος του της Καλλιπεύκης, εις το οποίον όταν αναβή κανείς δεν θέλει να εξέλθη. Ποίαι αι γοητεία και αι βρυσούλες του θα είπωμεν στην περιγραφήν των θερέτρων. Τας ωραιότητας και ποικιλίας των δύο λαμπρών τούτων αδελφών αποδίδει η δημοτική Μούσα επιγραμματικώς:
Εγώ είμαι ο γέρο Όλυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος,/
έχω σαρανταδυό κορφές κ’ εξηνταδυό βρυσούλες...
Δια της μεγάλης, αγρίας βραχώδους χαράδρας των δύο ορέων ρέει ο ποταμός Ζηλιάνα, ο ερχόμενος από την γελόεσσαν κοιλάδα της Καρυάς και εκβάλλων εις το Αιγαίον. Μεγαλειώδη τα βραχώδη βάραθρά του και πέραν της εξόδου του ακόμη από την χαράδραν, όπου ρέει φιλάρεσκα δια μέσου πλαταμώνων. Εκείθεν αναβαίνει κανείς προς την Λεπτοκαρυάν, εις την μοναδικήν βρύσην της οποίας κάμνουν ουράν αι γυναίκες δια να υδρευθούν.