Για την παράσταση «Κρύπτες στον παράδεισο» σε σκηνοθεσία Χάρη Αμανατίδη και ποίηση Αντώνη Κάλφα
της Ξανθίππης Καραβίδα
Το εγχείρημα της μεταφοράς της ποίησης στη θεατρική σκηνή είναι πάντα ένα στοίχημα— διαφορετικές τέχνες, άλλοι κώδικες, άλλα εργαλεία, άλλοι ρυθμοί, άλλη στόχευση. Ωστόσο, στο θέατρο απαιτείται προπάντων προσήλωση στη θεατρική συνθήκη, καθώς το διακύβευμα δεν είναι ο σεβασμός τόσο στο περιεχόμενο όσο στο πνεύμα του κειμένου. Γι’ αυτό αναμένεται πάντα με προσδοκίες η μεταφορά του ποιητικού λόγου στο σανίδι. Στην περίπτωση του θεάτρου «Πήγασος» ο εμπνευσμένος Χάρης Αμανατίδης επέλεξε τον Ποιητή της πόλης μας Αντώνη Κάλφα για να φέρει τον λόγο του— για άλλη μια φορά μετά το «Με τα διασωθέντα της πίστης κειμήλια»— στο θεατρικό κοινό, το επιφυλακτικό ενδεχομένως στην ποίηση.
Ο Κάλφας, που «πάνω απ’ όλα ξέρει από ποίηση», με τη βούλα του Τάσου Λειβαδίτη ήδη από την πρώτη του ποιητική συλλογή, μας δίνει φέτος αισίως τη δέκατη, με τίτλο «Κρύπτες στον Παράδεισο», με τον αναγνωρίσιμο μεν, αναπάντεχο δε, λόγο και θεματολογία οικεία στον πιστό του αναγνώστη, ενταγμένη στο ξεχωριστό ποιητικό του σύμπαν. Με λόγο ελλειπτικό στον τρόπο της καθημερινής ομιλίας, αλλά εκ προοιμίου απαιτητικό, ως ποιητικό της νεωτερικότητας, αποτυπώνει το βασικό δίπολο της σκέψης και της αίσθησής του και τα μεταξύ κινούμενα: τον έρωτα, διαψευσμένο, «σπαταλημένο» και τεθνεώτα, και την πόλη, την «αληθινή ερωμένη», και ανάμεσα τη μνήμη— ατομική που κατοπτρίζει συλλογικά βιώματα—, τη ζωή που σφύζει, τον πόλεμο που ρημάζει, τη ζωή της χαράς, του άλλοτε τόπου, τον αποχωρισμό, το άλγος του νόστου στον χώρο και τον χρόνο, την επανέναρξη, τη φθορά και το ανέφικτο της ευτυχίας.
Για άλλη μια φορά, εμφανής και η αμφίθυμη σχέση του με τη θρησκευτική παράδοση και τον θεό («σαν βιβλική περικοπή που με τα χρόνια χάθηκε το νόημά της κι έμεινε το δέρμα, κέλυφος οδυνηρό να μαρτυρήσει για τους διωγμούς που έρχονται», «τα σημάδια της πίστης», «ο τρούλος της καρδιάς»). Ο Κάλφας αποτυπώνει ποιητικά την ατμόσφαιρα της πόλης και του εαυτού συμπεπλεγμένα αναντίλεκτα μαγευτικά, επιδιώκοντας μέσα από πολλαπλές εικόνες, συνειρμούς και μικροαφηγήσεις να υπαινιχθεί όχι μόνο τα πληγώματα και τα τραύματα αλλά και τις φαρμακείες και τις θεραπείες: την ομορφιά, την καλοσύνη, την αγάπη, και το επείγον της αναζήτησής τους, ξεκινώντας από την δάνεια από τον Εμπειρίκο προμετωπίδα τού— εξαιρετικά καλαίσθητου χάρη στον δεξιοτέχνη Σπύρο Τσιλιγκιρίδη— βιβλιαρίου των εκδόσεων «Παρέμβαση», που αποτελεί και την προλογική ρήση της παράστασης του Πήγασου: «Σκοπός της ζωής δεν είναι η χαμέρπεια….».
Η διακειμενικότητα, ο συνυποδηλωτικός και πολύσημος, φορές αφοριστικός λόγος, που μπορεί να αγκυλωθεί στη σκέψη και στη μνήμη («Ο έρωτας δεν χάνεται˙ κανένας έρωτας δεν χάθηκε ποτέ, αφού επιστρέφει δριμύτερος μέσα στη φωταγωγία της λύπης»), οι υπερρεαλιστικές συνάψεις, η εναλλαγή των προσώπων στις εγκιβωτισμένες στον βασικό λόγο του ποιητικού εγώ αφηγήσεις των γυναικείων ποιητικών φωνών είναι κάποια από τα μέσα της ποιητικής γραφής, που αφήνουν πεδίο για συνύπαρξη με τον άλλον, για διά-λογο. Κι ο Αμανατίδης, συνεπής και αφοσιωμένος στα δικά του εκφραστικά μέσα και αναδεικνύοντας τη συνάφειά τους, μοιράζει τον ποιητικό λόγο σε 6 γυναικείες μορφές που τον εκφέρουν υποδειγματικά οι Σοφία Αγαθαγγελίδου, Κλεοπάτρα Αλμαλιώτου, Δανάη Αμανατίδου, Μαρία Μπουκουβάλα, Θωμαή Σιούμη και Μαρία Τερζοπούλου και τον μεταμορφώνει.
Συνυφαίνοντας έξοχα επιλεγμένα, διδαγμένα και δοσμένα, αγαπημένα τραγουδιστικά κομμάτια (από το εναρκτήριο νανούρισμα μέχρι το «Το τραγούδι του δρόμου» των Γκάτσου-Χατζηδάκη και τον Ερίκ Σατί) και μελωδίες με την καινούρια έκφραση, μεταφέρει τον ασθματικό, νεωτερικά εξομολογητικό και φιλοσοφούντα λόγο σε ένα λιτό αλλά εύστοχα υπο-δηλωτικό σκηνικό πλαίσιο και με δουλεμένη, συντονισμένη και φυγόκεντρη κίνηση αναπαριστά την ατμόσφαιρα της καλφικής ποίησης και της επιτρέπει να ακουστεί και να αναπνεύσει γλιστρώντας απ’ τις χάρτινες σελίδες, πλουτισμένη με το βάθος της εκφραστικής δεινότητας και την αισθαντική ειλικρίνεια του θεατρικού τρόπου.
Οι χρωματικές αντιθέσεις—κυρίως του άσπρου και του μαύρου—παιχνίδι φωτός σκότους τόσο στις σκηνικές όσο και στις ενδυματολογικές επιλογές της Βέτας Χαϊλατζίδου, υπογραμμίζουν το ελεγειακό κατά βάση πλαίσιο ενός κειμένου το οποίο δεν παύει να είναι ένας ύμνος στη ζωή—που δεν αξίζει να είναι μίζερη—και στην πόλη που εάλω, αλλά ο ποιητής δεν την αποχαιρετά, σαν έτοιμος˙ μέμνηται και μένει, για να σαλπίσει «στη γλώσσα μας ηδονικά δίνοντας νόημα στα ρόδα της Πιερίας και στη μητρότητα» την ελπίδα πως ο κόσμος κάποτε «θα γεμίσει τριαντάφυλλα, μικρά παιδιά κι όμορφες πέτρες χρωματισμένες».
Ο Αμανατίδης, σα θαρραλέος, επιχειρεί καταβύθιση στις πολύσημες κρύπτες του Κάλφα, ανακαλύπτει τον παράδεισό του και μας προσφέρει μια εκδοχή του καθόλα νόμιμη, αφού «το αποτέλεσμα της θεατρικής διασκευής πρέπει να είναι ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα νέο, αυθύπαρκτο, θεατρικά και σκηνικά προσανατολισμένο» (Δ. Αλεξίου). Μαζί του λαθροκοιτάξαμε κι εμείς τις κρύπτες του παράδεισου της τέχνης, όσοι πήγαμε στον Πήγασο, πετώντας με διπλά φτερά, της ποίησης και του θεάτρου, κινημένα από τους άξιους συντελεστές του. Αξίζει…